Κατά τη διάρκεια της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 6-10-2022 στο βιβλιοπωλείο-καφέ στης Σύγχρονης Εποχής, παρουσία πλήθους συναδέλφων που στήριξαν τα ψηφοδέλτια της Αγωνιστικής Συσπείρωσης Δικηγόρων σε Αθήνα και Πειραιά, ο Μάνος Μαλαγάρης, συνήγορος των κομμουνιστών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ στη δίκη της ΧΑ, σημείωσε:
“Το ίδιο το περιεχόμενο των επιστημονικών μας γνώσεων, καθώς και η φύση και ο ρόλος του επαγγέλματός μας αντικειμενικά επιτάσσουν κάθε νομικό επιστήμονα να τοποθετείται στα ζητήματα που αφορούν τις λαϊκές ελευθερίες και τα δικαιώματα του λαού μας.
Κάθε προοδευτικός δικηγόρος και νομικός οφείλει να παίρνει σαφή και ξεκάθαρη θέση απέναντι σε περιπτώσεις περιστολής των ελευθεριών και δικαιωμάτων και να στέκεται αλληλέγγυος στα θύματα που υφίστανται την κρατική καταστολή και τις αστυνομικές βιαιοπραγίες.
Αντίστοιχη πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι σε κάθε είδους φασιστικές οργανώσεις και στις εγκληματικές δράσεις που τις συνοδεύουν.
Ωστόσο δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε πως ο κάλπικος αντιφασισμός, συναντάται –έστω και στα λόγια- ακόμη και σε διάφορα αστικά κόμματα και οργανώσεις. Αρκεί να θυμίσουμε τις κατά καιρούς δηλώσεις του Σαμαρά, του Μητσοτάκη, του Τσίπρα ακόμη και της Πρόεδρου της Δημοκρατίας για την Χ.Α.
Αυτός ο κάλπικος αντιφασισμός δεν αποτελεί βέβαια μόνο ελληνικό φαινόμενο. Πρόσφατα μάλιστα μέχρι και ο Πούτιν ντύθηκε «αντίφα», προκειμένου να δικαιολογήσει την επέμβαση στην Ουκρανία με μπόλικο βέβαια πασπάλισμα από αντικομμουνισμό.
Είναι γνωστή άλλωστε η αντιδραστική και ανιστόρητη θεωρία περί εξίσωσης των δύο άκρων, η οποία αποτελεί επίσημη πολιτική της Ε.Ε. και η οποία εξισώνει ανιστόρητα τον κομμουνισμό με τη ναζιστική ιδεολογία και τις συνακόλουθες θηριωδίες της. Τέτοιες απόψεις αναπαράγονται καθημερινά σε τηλεοπτικά πάνελ και λοιπές …ενημερωτικές εκπομπές, ενώ απαντώνται ακόμη και σε διάφορους «αριστερούς».
Ωστόσο οι αστοί αναλυτές που δήθεν αγωνιούν για την άνοδο της ακροδεξιάς δεν βγάζουν άχνα για το γεγονός πως η νέα κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία συνεχίζει στα ίδια ακριβώς χνάρια με την προηγούμενη απέναντι στους εργαζόμενους, δίνοντας παράλληλα διαβεβαιώσεις νομιμοφροσύνης σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ σχετικά με τη στάση της στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Πόσο γνήσιες είναι λοιπόν όλες αυτές οι αντιφασιστικές κορώνες; Φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, «αριστεροί» και δεξιοί κυβερνώντες (αναλόγως της ταμπέλας που κοτσάρουν, για να αυτοπροσδιοριστούν) σκόπιμα και συνειδητά αποσιωπούν ότι η ακροδεξιά επωάζεται και γεννιέται ως απόρροια της δικής τους αντιλαϊκής πολιτικής. Της πολιτικής που προκαλεί ανεργία, ακρίβεια, ανασφάλεια, εξαθλίωση για τα λαϊκά στρώματα και αμύθητα κέρδη για το κεφάλαιο.
Δικό τους παιδί είναι ο φασισμός. Παιδί της αστικής δημοκρατίας τους. Άλλωστε κι η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει ξεκάθαρα πως το μεγάλο κεφάλαιο και η μεγαλοεργοδοσία, εξακολουθούν να βρίσκονται στο τιμόνι της εξουσίας και να συνεχίζουν απερίσπαστα τις μπίζνες τους θησαυρίζοντας σε βάρος του λαού είτε με αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία είτε με καθεστώτα ανοιχτής δικτατορίας. Όποτε κουρελιάζεται ο ένας μανδύας εξουσίας τους δεν διστάζουν να φορέσουν τον άλλον.
Αυτός που δικαιολογημένα ανησυχεί και αγωνιά για το φασιστικό τέρας δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον εργαζόμενο λαό. Αυτός είναι που κινδυνεύει να στερηθεί ακόμη και των στοιχειωδέστερων συνδικαλιστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του. Ο εργαζόμενος λαός είναι που δέχεται τις δολοφονικές επιθέσεις των φασιστικών ορδών, προκειμένου να τρομοκρατηθεί και να σκύψει το κεφάλι. Αυτό ακριβώς επιδίωκαν να πετύχουνε τα κατακάθια της Χρυσής Αυγής με τις δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν και με τις δεκάδες άλλες αντίστοιχες επιθέσεις κατά ελλήνων και ξένων εργατών. Ο εργοδοτικός και συστημικός τους ρόλος άλλωστε αναδείχθηκε σε όλο του το μεγαλείο στην περίπτωση της ενορχηστρωμένης δολοφονικής επίθεσης κατά των κομμουνιστών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ στη Ζώνη του Περάματος. Οι δεσμοί αίματος των Χρυσαυγιτών με τους εργοδότες της Ζώνης, όπως αυτοί αναδείχτηκαν και στην εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, ήταν αποκαλυπτικοί.
Απέναντι στον κίνδυνο του φασισμού δεν μπορούμε να έχουμε καμία εμπιστοσύνη στα αστικά πολιτικά κόμματα, που με την αντιλαϊκή τους πολιτική τον βοηθούν να θεριέψει.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τις επαφές που διατηρούν τέτοιες οργανώσεις με κοινοβουλευτικά κόμματα ή τις μεταπηδήσεις «ανανήψαντων» φασιστών σε υπουργικές θέσεις.
Κυρίως όμως δεν θα πρέπει να διαφεύγουν την προσοχή μας οι διασυνδέσεις των διαφόρων εγκληματικών φασιστικών οργανώσεων με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους. Ο κοινός τους αντίπαλος, που δεν είναι άλλος από τον «εχθρό λαό», αποτελεί την αιτία για τη διαχρονικά αγαστή συνεργασία τους όπως έχει αποτυπωθεί άλλωστε και σε ουκ ολίγα ντοκουμέντα, όπου εμφανίζονται να δέρνουν διαδηλωτές πλάι – πλάι. Αρκεί, νομίζω, να θυμίσουμε την επι δεκαετίες ανεξέλεγκτη δράση των ναζιστών της Χ.Α. αλλά και την ασυλία που απολαμβάνουν αντίστοιχες οργανώσεις ακόμη και σήμερα τόσο στην Θεσσαλονίκη, όσο και αλλού.
Μόνο σε αυταπάτες οδηγούν και συγχύσεις προκαλούν όσοι διακηρύσσουν πως τέτοιου είδους φαινόμενα είναι δήθεν ξένα προς τη δημοκρατία και αποτελούν μια κάποιου είδους παρέκκλιση από το κράτος δικαίου. Πρόκειται για το ίδιο κράτος δικαίου που δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να θωρακίζει το νομικό και θεσμικό οπλοστάσιο του απέναντι στο εργατικό λαϊκό κίνημα. Και φυσικά η ιστορία έχει δείξει πως σε περιόδους οξύτατων κοινωνικών αναταράξεων δεν αργούν να πάνε περίπατο ακόμα και εκείνα τα παχιά λόγια για ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Αν περιμένουμε από τον λύκο να φυλάξει τα πρόβατα, δεν θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τον φασιστικό κίνδυνο ούτε στη Δευτέρα Παρουσία.
Ο ναζισμός – φασισμός χρησιμοποιείται παράλληλα και ως μπαμπούλας προκειμένου να καθαγιάζεται και να εξαγνίζεται η αστική δημοκρατία στα μάτια των εργαζομένων και να αποδέχεται ο λαός τη βάρβαρη καθημερινή εκμετάλλευση του στο όνομα του μικρότερου κακού.
Ως δικηγόροι οφείλουμε να αποκαλύπτουμε τα πραγματικά αίτια που γεννούν και θρέφουν τον φασισμό, δίχως να καλλιεργούμε αυταπάτες για τον τρόπο αντιμετώπισής του.
Μαζί με τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας χαιρετίσαμε την σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου που κάτω από το βάρος του τεράστιου αποδεικτικού υλικού καταδίκασε την Χ.Α. για τα ειδεχθή εγκλήματα που διέπραξε στο όνομα της ναζιστικής της ιδεολογίας και αναμένουμε φυσικά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση και να επιβάλει τη μέγιστη των ποινών δεδομένης της έφεσης που έχει ασκηθεί.
Παράλληλα όμως δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τα όρια που έχει η ίδια η αστική δικαιοσύνη δεδομένου του ρόλου της στην θωράκιση του συστήματος εκμετάλλευσης.
Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι τη δολοφονία του Π. Φύσσα οι αναρίθμητες δολοφονικές επιθέσεις της Χ.Α. αντιμετωπίζονταν ως μεμονωμένα περιστατικά, ενώ οι δράστες –όσοι από αυτούς τύχαινε να συλληφθούν- έπεφταν στα μαλακά. Αυτήν τη χρόνια κατάσταση υποδήλωνε και η φράση του Ρουπακιά προς τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν: «Είμαι δικό σας. Είμαι της Χρυσής Αυγής». Ας ανακαλέσουμε στην μνήμη μας, εκτός των άλλων, την πρόταση της εισαγγελέα με την οποία ζήτησε να απαλλαγούν όλοι πλην Ρουπακιά (!), την μεγάλη διάρκεια της δίκης, τις μετέπειτα αποφυλακίσεις καταδικασμένων Χρυσαυγιτών κ.α.
Επίσης οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έριξε «στα μαλακά» τους φασίστες για την υπόθεση σε βάρος των κομμουνιστών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ. Αντί να καταδικαστούν για το κακούργημα της «απόπειρας ανθρωποκτονίας», όπως προέκυψε από το πλήθος των αποδεικτικών στοιχείων, καταδικάστηκαν τελικώς για το πλημμέλημα της «επικίνδυνης σωματικής βλάβης» με αποτέλεσμα τελικώς να παραγραφούν τα επίδικα αδικήματα και να είναι αδύνατη η παράσταση πολιτικής αγωγής σε δεύτερο βαθμό.
Παρά τα όρια της ίδιας της αστικής δικαιοσύνης οι κομμουνιστές, ριζοσπάστες και προοδευτικοί δικηγόροι, δίχως αυταπάτες, προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στα θύματα φασιστικών επιθέσεων και στεκόμαστε αλληλέγγυοι δίπλα τους.
Έχουμε πλήρη επίγνωση πως στις σημερινές συνθήκες η μαζική λαϊκή δράση είναι αυτή που μπορεί πραγματικά να περιορίσει και να απομονώσει τέτοια μορφώματα. Η ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων σε χώρους δουλειάς, σε σχολεία και Πανεπιστήμια, με αιτήματα και διεκδικήσεις που βάζουν στο κάδρο το ίδιο το εκμεταλλευτικό σύστημα, αποτελεί την καλύτερη ασπίδα απέναντι σε οπισθοδρομικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις των φασιστοειδών.
Η θέση κάθε προοδευτικού και ριζοσπάστη νομικού επιστήμονα είναι δίπλα σ΄ αυτούς που παλεύουν για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον, για να ανοίξει ο δρόμος, ώστε να στείλουμε οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τα ναζιστικά σκουπίδια και το σύστημα που τα γεννά!”