Είναι καταρχήν χρήσιμο ένα πλαίσιο συνεργασίας, στη βάση της ισοτιμίας, μεταξύ των δικηγορικών συλλόγων και των νομικών σχολών, που να συνδυάζει τη θεωρητική επιστημονική γνώση με την πρακτική επαγγελματική εμπειρία.
Θα μπορούσε να συμβάλει –ανάμεσα στα άλλα- στην προώθηση του αναγκαίου διαλόγου για την ένταξη της πρακτικής άσκησης στις νομικές σχολές, με την κατάλληλη αναμόρφωση του προγράμματος των προπτυχιακών σπουδών ώστε να καταργηθεί επιτέλους το σημερινό αναχρονιστικό και άθλιο καθεστώς της άσκησης, που δεν προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό στους νέους πτυχιούχους ενώ αποτελεί το έδαφος για την πολύμορφη εκμετάλλευσή τους.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο μνημόνιο συνεργασίας δεν κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση. Είναι ετεροβαρές, όπως αναγνωρίστηκε άλλωστε και από τον πρόεδρο του συλλόγου στη σχετική συζήτηση, αφού βασική πρόβλεψή του είναι η χρηματοδότηση από το δικηγορικό σύλλογο –από τις εισφορές δηλαδή των μελών του- δραστηριοτήτων της νομικής σχολής (όπως εικονικές δίκες κλπ.). Αυτές θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται από κονδύλια του πανεπιστήμιου, με τη διεκδίκηση επαρκών πόρων από την κυβέρνηση. Αποτελεί δηλαδή μιαν ακόμη έκφραση της αντιδραστικής λογικής, την οποία ασπάζονται και υλοποιούν ο πρόεδρος και η πλειοψηφία του ΔΣ, ότι καθήκον του συλλόγου είναι να «κλείνει τρύπες» των υπηρεσιών του κράτους (όπως στα δικαστήρια, με την τοποθέτηση κλιματιστικών κλπ.), να υποκαθιστά δηλαδή την ευθύνη του κράτους με χρήματα που καταβάλλουν οι δικηγόροι.
Για τους παραπάνω λόγους, τοποθετούμαστε με ΠΑΡΩΝ στο προτεινόμενο μνημόνιο συνεργασίας.