Η κυβέρνηση, με την ψήφιση του φορολογικού νομοσχεδίου, επιβεβαίωσε, για μιαν ακόμη φορά, ότι είναι αδίστακτη στην υλοποίηση της στρατηγικής που υπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και των ισχυρών εταιρειών και τσακίζει τα δικαιώματα και τις ανάγκες των πολλών, των εργαζόμενων και των μικρών επαγγελματιών.
Το εκτρωματικό περιεχόμενό του, παρά την προσπάθειά της να το εξωραϊσει με κάποιες ψευτο-«βελτιώσεις», όπως τη δήθεν δυνατότητα αμφισβήτησης του αυθαίρετου «τεκμαρτού κέρδους» με το αίτημα για διενέργεια φορολογικού ελέγχου, που θα οδηγήσει με βεβαιότητα στο ίδιο ή και σε χειρότερο αποτέλεσμα, αναδεικνύει, με τον πιο εμφατικό τρόπο, ότι δε στοχεύει ενιαία όλους τους δικηγόρους, τους άλλους επιστήμονες, τους επαγγελματοβιοτέχνες, αλλά τη μεγάλη πλειοψηφία, αυτούς με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Χαρακτηριστικό της στόχευσης του νομοσχεδίου είναι ότι το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών αναφέρει πως από τους 735.000 ελεύθερους επαγγελματίες οι 473.000 (πάνω από 6 στους 10 δηλαδή) θα πληρώσουν παραπάνω φόρο, κατά μέσο όρο 1.444 ευρώ ο καθένας.
Αποκαλύπτει παράλληλα, τη βαθύτερη επιδίωξη της κυβέρνησης, στη βάση των κατευθύνσεων της ΕΕ, για τον σταδιακό εξοβελισμό από το επάγγελμα, μέσω και της φοροεξόντωσης, χιλιάδων αυτοαπασχολούμενων, τη συγκέντρωση της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών σε ακόμη λιγότερα χέρια –στο χώρο μας των μεγάλων δικηγορικών και πολυεπαγγελματικών εταιρειών- και την αύξηση της εκμετάλλευσης των μισθωτών υπαλλήλων.
Σε όλα τα παραπάνω, η κυβέρνηση, επιμένει προκλητικά να βάζει την ταμπέλα της «φορολογικής δικαιοσύνης», προκειμένου να καταλαγιάσει τις αντιδράσεις. Την ίδια ώρα, οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες, όχι μόνο δεν πληρώνουν ουσιαστικά φόρους αλλά αντίθετα ενισχύονται διαρκώς με «ζεστό» χρήμα που βγαίνει από τη φορολογία του λαού. Μάλιστα, στο ίδιο το νομοσχέδιο της δήθεν «φορολογικής δικαιοσύνης» προβλέπεται η μείωση του Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίων και του Φόρου Πώλησης Μετοχών, πάνω από 50%!
Το προηγούμενο διάστημα, με τις μαζικές, μαχητικές κινητοποιήσεις τους, οι δικηγόροι που πλήττονται, με την ιδιαίτερη συμβολή του σωματείου μισθωτών δικηγόρων και της επιτροπής αγώνα αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων, μαζί με τους υπόλοιπους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους επαγγελματοβιοτέχνες, έδωσαν ηχηρή απάντηση στην κυβέρνηση, απαιτώντας να αποσυρθεί το άδικο και εξοντωτικό νομοσχέδιο.
Ωστόσο, η ηγεσία και η πλειοψηφία της Ολομέλειας και του ΔΣΑ έχουν σοβαρές ευθύνες γιατί με τη στάση τους, όπως με τα παζάρια για δήθεν «βελτιώσεις» του νομοσχεδίου,την άρνηση υιοθέτησης αιτημάτων που ανακουφίζουν ουσιαστικά την πλειοψηφία των δικηγόρων, όπως την επαναφορά του αφορολόγητου ορίου, την πεισματική άρνηση πραγματοποίησης Γενικής Συνέλευσης στο Σύλλογό μας, υπονόμευσαν τον αγώνα μας, συμβάλλοντας στη δημιουργία κλίματος απογοήτευσης στους συναδέλφους που πλήττονται.
Είναι φανερό, ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, με τη συναίνεση ουσιαστικά και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, έχει κηρύξει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο που κλιμακώνεται εναντίον μας, όλων των μικρών και μεσαίων επαγγελματιών και επιστημόνων, όπως φυσικά και όλων των εργαζομένων: Νέος αντιλαϊκός κρατικός προϋπολογισμός, νέες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις με το «μίνι ασφαλιστικό», αύξηση ασφαλιστικών εισφορών από 1-1-2024, νέος δικαστικός χάρτης με κατάργηση δικαστηρίων και βέβαια οι εκτεταμένες και βαθιά αντιδραστικές τροποποιήσεις στους Ποινικούς Κώδικες.
Στη δική της στρατηγική, που υπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων, πρέπει να αντιτάξουμε τη δική μας, που να υπηρετεί τις ανάγκες των πολλών, της πλειοψηφίας των αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών συναδέλφων, σε έναν αγώνα διαρκείας, με μεγαλύτερο πείσμα και αποφασιστικότητα. Μα αντιτάξουμε τη δική μας, μαζική και οργανωμένη δύναμη.
Τώρα, χρειάζεται να συνεχίσουμε ανυποχώρητα τον αγώνα μας, σημαδεύοντας τον πραγματικό αντίπαλο: Την ΕΕ και την αντιλαϊκή πολιτική της, τις κυβερνήσεις και τα αστικά κόμματα που την υπηρετούν. Να προσπεράσουμε τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Τώρα, είναι ανάγκη να διεκδικήσουμε πραγματικά μέτρα ανακούφισης:Eπαναφορά του αφορολόγητου ορίου των 12.000 ευρώ για όλους, προσαυξημένο κατά 3.000 ευρώ ανά προστατευόμενο μέλος, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, διαγραφή χρεών για τους οικονομικά πιο αδύνατους.
Τώρα, πρέπει επιτέλους να συγκληθεί η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου, όπως έχουν ζητήσει ενυπόγραφα πάνω από 1.000 συνάδελφοι. Να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους οι ίδιοι οι δικηγόροι που πλήττονται, να αποφασίσουν οι ίδιοι και όχι «δι’ αντιπροσώπων» τη συνέχεια και την προοπτική των κινητοποιήσεών μας, μπροστά στη νέα καταιγίδα των αντιλαϊκών μέτρων που έρχονται.
Προτείνω λοιπόν, αντιπαραθετικά με την πρόταση του Προέδρου του Συλλόγου, να αποφασιστεί σήμερα η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης του ΔΣΑ την επόμενη εβδομάδα, συγκεκριμένα την Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου και σε περίπτωση μη ύπαρξης απαρτίας, επαναληπτική την Παρασκευή 15 του ίδιου μήνα. Μέχρι τότε, καθολική αποχή, όπως έχουν ήδη αποφασίσει μια σειρά δικηγορικοί σύλλογοι.
Δεν επιτρέπεται να μείνουμε θεατές της σφαγής μας! Είμαστε οι πολλοί. Έχουμε το δίκιο με το μέρος μας. Διαθέτουμε τη δύναμη. Μπορούμε, αν το αποφασίσουμε, να τα καταφέρουμε!