Αιτιολόγηση ψήφου
του Αντώνη Αντανασιώτη,
εκλεγμένου με την Αγωνιστική Συσπείρωση Δικηγόρων στο ΔΣ του ΔΣΑ
Το προτεινόμενο ψήφισμα από τον Πρόεδρο του Συλλόγου, όπως και αυτό της παραλλαγής του από τους συμβούλους της κυβερνητικής παράταξης, εκφράζει την αντιδραστική αντίληψη ενός δήθεν «απολίτικου» και «ουδέτερου» επιστημονικού ρόλου του δικηγόρου, διαχωρίζοντας αυθαίρετα την επαγγελματική του δραστηριότητα και το είδος των υποθέσεων που αναλαμβάνει και χειρίζεται, από την κοινωνική και πολιτική ζωή και δράση.
Έτσι, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη και στο όνομα του «υπερασπιστικού λειτουργήματος», δεν έχει δήθεν καμία απολύτως σημασία, αν ο δικηγόρος υπερασπίζεται, για παράδειγμα, τους εγκληματίες ναζιστές χρυσαυγίτες ενάντια στα θύματά τους, τα αρπακτικά των funds ενάντια στους φτωχούς δανειολήπτες, τους μεγαλοεργοδότες ενάντια στους εργαζόμενους που διεκδικούν τα δικαιώματά τους και απεργούν, τους μεγαλεμπόρους ναρκωτικών κλπ. Δεν επιτρέπεται δήθεν να αξιολογείται από την κοινωνία και να δέχεται κριτική, όπως είναι το λογικό και φυσικό, για την επαγγελματική του στάση, την επιλογή και το χειρισμό των υποθέσεών του, είναι μάλιστα θεμιτό να υποστηρίζει δημαγωγικά, προς άγραν προφανώς εκλογικής πελατείας, ακόμη και τα αντίθετα από αυτά τα απεχθή και επιζήμια για τους εργαζόμενους και το λαό, που υπερασπίζεται στα δικαστήρια, σαν να πρόκειται για διχασμένη προσωπικότητα!
Είναι σαθρό και υποκριτικό το επιχείρημα που επικαλείται αυτή η αντίληψη, ότι ο δικηγόρος είναι δήθεν υποχρεωμένος να αναλαμβάνει αδιάκριτα οποιαδήποτε υπόθεση και οποιονδήποτε πελάτη. Ακόμη και ο ίδιος ο αντιδραστικός Κώδικας Δικηγόρων, στο άρθρο 37 παρ. 1, προβλέπει ότι ο δικηγόρος μπορεί να αρνηθεί την ανάληψη μιας υπόθεσης, όταν αυτή «είναι προδήλως αβάσιμη, δεν είναι δεκτική υπεράσπισης, έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα άλλων εντολέων του ή αντιβαίνει στις αρχές του». Άρα, πρόκειται για συνειδητή επιλογή του, που εξαρτάται και από τις αρχές του.
Στην πραγματικότητα, το ζήτημα αφορά μια χούφτα μεγαλοδικηγόρους, με υψηλές διασυνδέσεις, που εξασφαλίζουν ιδιαίτερα παχυλές έως αστρονομικές αμοιβές προκειμένου να υπερασπίζονται τα κάθε είδους ισχυρά και εγκληματικά συμφέροντα και τους μεγαλοσχήμονες πελάτες τους και όσους από αυτούς αναρριχώνται σε πολιτικές και κυβερνητικές θέσεις (το γνωστό αποκρουστικό παράδειγμα του δικηγόρου – κυβερνητικού βουλευτή Πάτση είναι χαρακτηριστικό αλλά καθόλου μεμονωμένο). Δεν αφορά βέβαια τη μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων με τα χαμηλότερα εισοδήματα, που μάχονται και πασχίζουν καθημερινά με αξιοπρέπεια για την επαγγελματική τους επιβίωση, έχοντας αντίστοιχα ως πελάτες, εργαζόμενους και βιοπαλαιστές. Aκόμη περισσότερο, δεν έχει καμία σχέση με τους δικηγόρους που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη: Αυτούς που θέτουν με ανιδιοτέλεια και υπερηφάνεια τις νομικές γνώσεις του στην υπηρεσία των αναγκών του εργατικού και λαϊκού κινήματος, που θεωρούν καθήκον τους να υπερασπίζονται έμπρακτα τα θύματα της φασιστικής θηριωδίας, της κρατικής καταστολής και τού ρατσιστικού μίσους, τους διωκόμενους αγωνιστές και απεργούς, τους απολυμένους και τα θύματα των εργατικών «ατυχημάτων» – εγκλημάτων, τους φτωχούς δανειολήπτες που απειλείται με πλειστηριασμό το σπίτι ή η επαγγελματική στέγη τους από τα αρπακτικά των τραπεζών και των funds, τους κατατρεγμένους πρόσφυγες και μετανάστες.
Όπως παντού στην κοινωνία, έτσι και στη δικηγορία, συγκρούονται δύο διαμετρικά διαφορετικοί κόσμοι: Ο κόσμος του πλούτου και της εκμετάλλευσης των λίγων, της σήψης, της αδικίας και του αμοραλισμού και ο κόσμος της εργασίας των πολλών, του δίκιου, της αξιοπρέπειας και του αγώνα. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη!
Για τους παραπάνω λόγους καταψηφίζουμε ως παράταξη, το προτεινόμενο ψήφισμα.