1. Η Αγωνιστική Συσπείρωση Δικηγόρων Θεσσαλονίκης και προεκλογικά και μετεκλογικά έθεσε το ζήτημα της διερεύνησης τυχόν ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών από μέλη της προηγούμενης Διοίκησης, συνεπεία της προμήθειας αντισηπτικών και άλλων ειδών καθαριότητας από τον Σύλλογο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ζήτημα άμεσα συνδεδεμένο, με την ίδια την πολιτική που πλήττει τον μισθωτό και αυτοαπασχολούμενο Δικηγόρο, με τον ίδιο το ρόλο των Δικηγορικών Συλλόγων. Οι παρατάξεις που «έκαναν σημαία» την έρευνα σε «βάθος εικοσαετίας» και άλλα ηχηρά παρόμοια, πέραν φυσικά της προηγούμενης Διοίκησης, βρίσκονται προφανώς σε κάποια αμηχανία μπροστά στις εξελίξεις για το ζήτημα αυτό.
2. Συγκεκριμένα, παρ’ ότι η παραπομπή του ζητήματος του ελέγχου των προμηθειών και των απολυμάνσεων σε διαπαραταξιακή επιτροπή λειτουργούσε αντικειμενικά ως παράγοντας καθυστέρησης, είναι γεγονός ότι το πόρισμα που συντάχθηκε, προϊόν πραγματικά κοπιαστικής εργασίας, και τέθηκε υπόψη των μελών του Δ.Σ., υπήρξε πραγματικά καταπέλτης. Προμήθειες χωρίς αποφάσεις συλλογικών οργάνων και με αδιαφανή κριτήρια επιλογής, φαρμακεία που δημιουργήθηκαν μετά την έναρξη της πανδημίας και «έκλεισαν» λίγες ημέρες μετά την τελευταία προμήθεια, αδικαιολόγητη κατάτμηση των προμηθειών ώστε να δικαιολογείται η πληρωμή σε μετρητά, παράτυπα παραστατικά για άσχετα προϊόντα με τα μέτρα πρόληψης κατά της διασποράς της COVID-19 ή με ανακριβή χρόνο έκδοσης, προμήθεια σε τιμές κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με αυτές της αγοράς ή και κατατεθειμένες προσφορές, σκιώδεις διαδικασίες ως προς την παράδοση ή/και επιστροφή χρημάτων που δόθηκαν από τον Σύλλογο για την απολύμανση του Δικαστικού Μεγάρου, μεθοδεύσεις με σχέδιο και οργάνωση δηλαδή, μαρτυρούν αν μη τι άλλο τη σαπίλα που χαρακτηρίζει τις κινήσεις προσώπων που είχαν θέσεις ευθύνης στην προηγούμενη Διοίκηση. Η «με επιφυλάξεις» παρακατάθεση από τον τέως ταμία υπέρ του ΔΣΘ στο ΤΚΔ του ποσού των περίπου 105.000 ευρώ (Άραγε ποιος Δικηγόρος έχει στη διάθεσή του ένα τέτοιο ποσό;) μαρτυρά τουλάχιστον ότι το εν λόγω πόρισμα αποδεικνύει ή μπορεί να αποδείξει εγκληματικές ενέργειες και μια απέλπιδα προσπάθεια «έμπρακτης μετάνοιας». Η συναίνεσή μας στην πρόταση για υποβολή έγκλησης και κάθε άλλου νόμιμου μέσου κατά του τέως ταμία ήταν κάτι παραπάνω από αυτονόητη.
3. Το ζήτημα όμως είναι κατεξοχήν πολιτικό και αυτή η διάσταση θα πρέπει κυρίως να αναδειχτεί. Στην προκειμένη περίπτωση η πλήρης απουσία κρατικής μέριμνας για την εξασφάλιση των αναγκαίων προληπτικών μέτρων συναντήθηκε με την αντίληψη που θέλει το μέλος της Διοίκησης να χρησιμοποιεί το Δικηγορικό Σύλλογο ως μοχλό προσωπικής ανέλιξης, ατομικής προβολής εσχάτως μέχρι και ως μέσο για εξασφάλιση εν στενή εννοία περιουσιακών οφελών σε βάρος μάλιστα συναδέλφων. Το ζήτημα πρέπει να πάρει την δικαστική και πειθαρχική οδό. Αλλά ανεξάρτητα από την νομική έκβαση της υπόθεσης, είναι τουλάχιστον προκλητικό να γνωρίζουν οι συνάδελφοι ότι μέλη της προηγούμενης Διοίκησης εμπλέκονται σε υπόθεση υπεξαίρεσης χιλιάδων ευρώ, ενώ από την άλλη, όταν κατά την περίοδο της πανδημίας είχαν τεθεί προτάσεις για έκτακτη, έστω μικρή, ενίσχυση των συναδέλφων από το απόθεμα του ταμείου, η μόνιμη επωδός της προηγούμενης Διοίκησης ήταν πως αυτό δεν είναι εφικτό, επειδή «δεν υπάρχει σαφής εικόνα των οικονομικών»!
Καλούμε τις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους να γυρίσουν την πλάτη τους στις παρατάξεις που χρησιμοποιούν το Δικηγορικό Σύλλογο σαν «τσιφλίκι» τους. Να βγάλουν γενικότερα συμπεράσματα, για το ρόλο των Δικηγορικών Συλλόγων. Επιβεβαιώνεται, μέσα και από τέτοια φαινόμενα σήψης, ότι ως ΝΠΔΔ και θεσμικοί συνομιλητές του κράτους, με ποικίλες διασυνδέσεις και εξαρτήσεις από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ούτε θέλουν ούτε μπορούν να εκφράσουν τις ανάγκες της πλειοψηφίας των δικηγόρων που πλήττονται, αντίθετα στρέφονται εναντίον τους.
Μοναδική διέξοδος είναι ο κοινός αγώνας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων με χαμηλά εισοδήματα για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, που επιδεινώνει συνεχώς το βιοτικό επίπεδο και τους όρους εργασίας τους, που εξαναγκάζει όλο και περισσότερους να φύγουν από το επάγγελμα, την ώρα που οι ισχυρές δικηγορικές εταιρίες και τα «τζάκια» του κλάδου θησαυρίζουν.