Μέσα Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε η πρώτη τηλεματική δίκη στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πάτρας συνδέθηκε από την κύρια έδρα του στην Πάτρα με τη μεταβατική του έδρα στο Αργοστόλι με χρήση της λεγόμενης τεχνολογίας απομακρυσμένης σύνδεσης. Οι μεν δικαστές συμμετείχαν στη συνεδρίαση από το ακροατήριο του δικαστηρίου στην Πάτρα, οι δε δικηγόροι και διάδικοι από τον πιστοποιημένο τόπο του γραφείου τηλεματικής στο Αργοστόλι.
Εκτός από τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας, ο οποίος παρέστη στη διαδικασία, δεν έχασε την ευκαιρία να δηλώσει ότι οι τηλεματικές δίκες θα επεκταθούν και έτσι “δεν θα χρειάζεται να μετακινούνται και να ταλαιπωρούνται οι διάδικοι ή οι δικηγόροι τους”. Αναπαρήγαγε δηλαδή τη γνωστή “καραμέλα” περί αξιοποίησης της τεχνολογίας για τη “διευκόλυνση της πρόσβασης του λαού στα δικαστήρια”.
Είναι όμως πράγματι έτσι;
Η παραπάνω εξέλιξη συνδέεται άμεσα με την υλοποίηση του νέου δικαστικού χάρτη και την πολιτική του κόστους – οφέλους. Γιατί με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ αλλά διάφορες εκθέσεις (όπως της Παγκόσμιας Τράπεζας) με τις οποίες συμφωνούν και εφαρμόζουν όλες οι αστικές κυβερνήσεις, η ύπαρξη δικαστηρίων σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Χώρας κρίνεται περιττή. Γιατί η προτεραιότητα δίνεται στις περιοχές που δραστηριοποιείται και έχει υποθέσεις το μεγάλο κεφάλαιο. Είναι αποκαλυπτικό ότι ένα από τα πιο βασικά κριτήρια που θέτει ο νέος Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων (άρθρο 2 παρ. 4 περ. ε΄), ως κριτήριο διατήρησης ενός δικαστηρίου, είναι το επίπεδο επιχειρηματικότητας της περιοχής.
Αντίστοιχα, τα σχέδια για συγχωνεύσεις ή καταργήσεις δικαστηρίων έχουν καταρτιστεί τουλάχιστον από το 2013, ενώ η υλοποίησή τους έχει τεθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης ως όρος για την εκταμίευση μεγάλων πακέτων ζεστού χρήματος, πάντα προς το μεγάλο κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, θα ευνοήσουν τη συγκέντρωση της δικαστηριακής ύλης στις ισχυρές δικηγορικές εταιρείες και τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία σε βάρος της πλειοψηφίας των μισθωτών και μικρών αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων, αλλά και των λαϊκών στρωμάτων, αφού θα εκτοξευτεί περαιτέρω το ήδη υψηλό κόστος της δίκης. Συνολικά οι καταργήσεις – συγχωνεύσεις δικαστηρίων θα έχουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα που θα επιθυμούν να προσφύγουν σε αυτά, ιδίως στην περιφέρεια.
Ήδη τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται από την πρώτη και ιδιαίτερα εμφατική πράξη του συγκεκριμένου πυλώνα μεταρρυθμίσεων, την κατάργηση των ειρηνοδικείων (νόμος 5108/2024) που παραδοσιακά αφορούσαν πρώτιστα τα λαϊκά στρώματα και μάλιστα όσα βρίσκονταν μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αντίστοιχη τύχη αναμένεται να έχουν στο προσεχές μέλλον πολλά περιφερειακά διοικητικά και ακολούθως και κάποια πολιτικά και ποινικά δικαστήρια.
Φυσικά, η κατάργηση διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων, σε αντίθετη με την οδό που επιλέχθηκε για τα ειρηνοδικεία (βίαιη κατάργηση με μιας), φαίνεται ότι θα γίνει σταδιακά, με πρώτο στάδιο την μετατροπή κάποιων από τα δικαστήρια αυτά σε «δικαστήρια τηλεματικής». Έτσι, ήδη στον νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων θεσπίστηκε διάταξη (άρθρο 2 παρ. 1) με την οποία προβλέπεται η δυνατότητα μετατροπής πολιτικών, διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων σε «δικαστικά γραφεία τηλεματικής», δηλαδή, όπως αναφέρεται, σε «απομακρυσμένες υπηρεσίες δικαστηρίων, με τα οποία συνδέονται με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης, για τη διεξαγωγή τηλεματικών συνεδριάσεων».
Κατ’ επέκταση προς το σκοπό προσαρμογής της δικονομίας της διοικητικής δίκης (δεδομένου ότι τα διοικητικά δικαστήρια είναι αυτά που έπονται) ψηφίστηκε ο νόμος 5028/2023, με τον οποίο έλαβε χώρα σειρά τροποποιήσεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να ρυθμιστεί λεπτομερώς κάθε ζήτημα της διαδικασίας της τηλεματικής συνεδρίασης στα διοικητικά δικαστήρια. Παράλληλα με το άρθρο 18 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι την 31η.12.2026 οι υφιστάμενες μεταβατικές έδρες των διοικητικών δικαστηρίων μετατρέπονται σε δικαστικά γραφεία τηλεματικής.
Επομένως, η τηλεματική δίκη δεν έρχεται να προστεθεί ως μία «νέα τεχνολογική δυνατότητα», όπως επαίρεται η κυβέρνηση, αλλά εντάσσεται στους γενικότερους σχεδιασμούς για τον λεγόμενο “Δικαστικό Καλλικράτη”, όπως αποκαλείται το συνολικό σχέδιο συγχώνευσης – κατάργησης δικαστηρίων. Έρχεται δηλαδή στην πραγματικότητα να αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό υφιστάμενα δικαστήρια. Αυτό σε πρώτη φάση, έως τις 31.12.2026, θα αφορά τις μεταβατικές έδρες των διοικητικών δικαστηρίων (όπως ήδη έχει νομοθετηθεί), σε δεύτερη φάση ορισμένες κύριες έδρες διοικητικών δικαστηρίων και στη συνέχεια μεταβατικές και κύριες έδρες πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων.
Τα παραπάνω είναι αναπόσπαστα δεμένα με τους διάφορους αντιδραστικούς σχεδιασμούς που προετοιμάζονται ή υλοποιούνται σταδιακά στη Δικαιοσύνη. Επιβεβαιώνεται ότι οι βασικές στοχεύσεις των εν λόγω σχεδιασμών είναι από τη μια να ορθωθούν νέα, ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια πρόσβασης των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων στη Δικαιοσύνη και από την άλλη να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο λειτουργίας και απονομής της με όρους που θα εξυπηρετούν την πιο γρήγορη, φιλική και αποτελεσματική για τους επιχειρηματικούς ομίλους διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.
Δε μπορούμε τέλος να μην επισημάνουμε μία ακόμη παράμετρο της λεγόμενης τηλεματικής δίκης, η οποία σχετίζεται με την κατάργηση/υποβάθμιση της ζωντανής διαδικασίας στο ακροατήριο. Ως συνέπεια, “στεγανοποιείται” ο δικαστής και δυσχεραίνεται ο έλεγχός του, στον οποίο ακόμα και κατά το αστικό Σύνταγμα αποσκοπεί η δημόσια συνεδρίαση.
Αποτυπώνεται, επομένως, για μία ακόμη φορά ότι τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής μας δεν αξιοποιούνται για τη διευκόλυνση του λαού. Το ίδιο προκύπτει και από τη γενίκευση του ψηφιακού τρόπου κατάθεσης δικογράφων και των σχετικών εγγράφων, η οποία δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια και αυξάνει ακόμη περισσότερο το κόστος των λαϊκών στρωμάτων που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Αντίστοιχα, η επέκταση της ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης δεν αποσκοπεί κυρίως στην υποβοήθηση του έργου των δικαστών, αλλά στην επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων που προορίζονται να διασφαλίζουν την ταχύτερη υλοποίηση των γενικότερων στοχεύσεων των μεταρρυθμίσεων (π.χ. την επιλογή κατηγοριών υποθέσεων που θα δικάζονται με fast track διαδικασίες προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων κ.λπ.), ενώ συνδέεται και με την αξιολόγηση των δικαστών (π.χ. έλεγχος επίτευξης των ποσοτικών στόχων κ.λπ.
Σε αυτή την κατεύθυνση η προοπτική εισαγωγής της Τεχνητής Νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα αξιοποιηθεί προς το σκοπό αυτοματοποιημένης δικαστικής κρίσης, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους μεταξύ άλλων και στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, στο “φυσικό δικαστή”.
Η αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και των τεράστιων τεχνολογικών δυνατοτήτων και στον τομέα της Δικαιοσύνης ώστε να βελτιωθεί ουσιαστικά η θέση των εργαζομένων, να μειωθεί ο χρόνος εργασίας, να ασκούνται αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους, προϋποθέτει έναν ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης της χώρας μας. Με το λαό κυρίαρχο του πλούτου που παράγει, με νέους θεσμούς εξουσίας, ώστε να μπορεί σχεδιασμένα να οργανώνει και να αξιοποιεί τις τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και την πρόοδο της επιστήμης, με κριτήριο τις δικές του σύγχρονες ανάγκες.