Δίκαια προκάλεσε το λαϊκό αίσθημα η απόφαση απελευθέρωσης του Δημήτρη Λιγνάδη, επιβάλλοντας περιοριστικούς όρους και την καταβολή εγγύησης 30.000 ευρώ, καθώς το δικαστήριο αποφάσισε κατά πλειοψηφία να δώσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεσή του παρότι τον καταδίκασε σε 12 χρόνια κάθειρξη για βιασμούς δυο ανηλίκων χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Μειοψήφησε η άποψη που συμφωνούσε με την εισαγγελική πρόταση να μην αφεθεί ελεύθερος ως ύποπτος τέλεσης νέων εγκλημάτων.
Η απόφαση αναγνώστηκε εν μέσω έντονων αντιδράσεων και αποδοκιμασιών από την πλευρά των θυμάτων και μελών του ακροατηρίου, με την Εισαγγελία Εφετών να εξετάζει πλέον το ενδεχόμενο άσκησης έφεσης.
Με αφορμή την έκδοση της απόφασης στήθηκε ένας ακόμα δικομματικός καυγάς, μια “κοκορομαχία” μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το ποιας κυβέρνησης το έργο ευθύνεται για την απελευθέρωση του Λιγνάδη. Πρόκειται για μια αντιπαράθεση που εκ νέου αποπροσανατολίζει από τα βασικά ζητήματα που περιλαμβάνονται στους ποινικούς κώδικες και για τα οποία συμφωνούν.
Ωστόσο δεν λένε κουβέντα για όλα αυτά που το ΚΚΕ σταθερά και διαχρονικά αναδεικνύει:
Ότι δηλαδή, μπορεί η αυστηροποίηση ποινών σε μια σειρά σοβαρών εγκλημάτων να είναι εύλογη (σε αντίθεση με την οριζόντια μείωση των ποινών ακόμη και για εγκλήματα μεγάλης κοινωνικής απαξίας που έχει στηρίξει ο ΣΥΡΙΖΑ), όμως το ύψος της ποινής δεν μπορεί από μόνο του να αποτρέψει την εγκληματικότητα, να αποτελέσει δείγμα προόδου ή συντήρησης. Γιατί αιτία για τα φρικιαστικά εγκλήματα, όπως αυτά σε βάρος ανηλίκων, είναι το ίδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης, όπου όλα πωλούνται και αγοράζονται, όπου το ανθρώπινο σώμα και η παιδική ηλικία θυσιάζονται στο βωμό του κέρδους.
Δεν λένε κουβέντα για την ανυπαρξία στοιχειώδους δικτύου υποστηρικτικών δομών που πραγματικά θα βοηθάει και θα στηρίζει τα θύματα για να μπορέσουν να καταγγείλουν τέτοιου είδους αποτρόπαιες πράξεις, να αντιμετωπίσουν, να επουλώσουν τα τραύματά τους. Για το ότι δεν υπάρχει καμία μέριμνα για ειδικά δημόσια κέντρα για τα θύματα βίας, για δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες, στελεχωμένες με επαρκές επιστημονικό προσωπικό (ιατροδικαστές, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κλπ), που θα διαθέτουν την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή, με ιδιαίτερη φροντίδα για τα ανήλικα θύματα.
Δε λένε κουβέντα για το ότι γενικά η διαμόρφωση του εύρους των απειλούμενων ποινών πρέπει να κρίνεται με επιστημονικούς όρους και να συνδυάζεται με ένα πλέγμα ουσιαστικών μέτρων, τόσο πρόληψης όσο και σωφρονισμού, επανένταξης. Να εντάσσεται δηλαδή σε μια συνολική αντεγκληματική πολιτική για το πώς λχ θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις εκείνες για μείωση των εγκληματικών συμπεριφορών, για διαπαιδαγώγηση του αποδεδειγμένα υπαίτιου και ολοκλήρωση αυτής με επανένταξη του στην κοινωνική ζωή.
Αλλά, και με τη συγκεκριμένη απόφαση, αποκαλύπτονται ξανά τα όρια της αστικής δικαιοσύνης, που μπορεί να είναι “ευαίσθητη”, ελαστική απέναντι ακόμη και σε τέτοια αποτρόπαια αδικήματα, ταυτόχρονα όμως είναι άτεγκτη και εξαντλεί την αυστηρότητα της απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, αξιοποιώντας όλο το νομοθετικό οπλοστάσιο που διαθέτει, απαγορεύοντας κινητοποιήσεις, ποινικοποιώντας συνδικαλιστές, συλλαμβάνοντας διαδηλωτές κ.α. Ένα οπλοστάσιο που έχουν συνδιαμορφώσει όλες οι κυβερνήσεις, παίρνοντας η μία τη σκυτάλη από την προηγούμενη και διευρύνοντας η καθεμία επικίνδυνα μια σειρά κατασταλτικά μέτρα σε βάρος των εργαζόμενων, χωρίς να διστάζει όποτε χρειαστεί να βαφτίσει ως εγκληματικές πράξεις ακόμα και τους αγώνες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Αυτή τη δικαιοσύνη προσπαθεί να βγάλει λάδι με την ανακοίνωσή της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι η «επίκληση και αξιοποίηση του γενικού αισθήματος Δικαιοσύνης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, γιατί πολύ εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε σε εκτροπή προς τα λαϊκά δικαστήρια και την πυρά για τις «μάγισσες» της κάθε εποχής». Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της Ένωσης για«Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» που αποτελεί εγγύηση, εδώ τα λόγια περιττεύουν..Πρόκειται για τη δικαιοσύνη που με όλους τους τρόπους στηρίζει τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων, “τρέχοντας” να εγκρίνει επενδυτικά σχέδια, να βγάλει στο σφυρί την πρώτη κατοικία, να κηρύξει όλες σχεδόν τις απεργίες παράνομες, να ποινικοποιήσει την αγωνιστική και συνδικαλιστική δράση, να αθωώσει τις μεγάλες επιχειρήσεις στις περιπτώσεις που εργάτες σκοτώνονται ή σακατεύονται κ.ά.. Εκεί βεβαίως κανένα από τα αστικά κόμματα δεν αμφισβητεί τη συνταγματικότητα, την αμεροληψία, την ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών.
Αυτή τη δικαιοσύνη όμως αθωώνουν και οι διάφορες δυνάμεις που φορούν δήθεν προοδευτικά προσωπεία, αλλά αναγνωρίζουν στην αστική δικαιοσύνη «σεβασμό στις ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, που κατακτήθηκε όλα αυτά τα χρόνια με αγώνες στα δικαστήρια». Τέτοιες θέσεις αντιστοιχούν και συμφωνούν πλήρως με την αντίληψη που η αστική τάξη και το κράτος της προσπαθεί να καλλιεργήσει, για ύπαρξη ισονομίας στα πλαίσια αυτού του συστήματος, για ένα δίκαιο αταξικό, πάνω από όλους και για όλους. Αυτό υπηρετούν και όταν μιλούν για «κοινωνική δικαιοσύνη», ενώ γνωρίζουν ότι πυρήνα της αστικής δικαιοσύνης αποτελεί και πάντα αποτελούσε το «νόμος είναι το δίκιο του κεφαλαίου», ότι αυτό είναι που κάθε στιγμή καθορίζει τους στόχους και τις προτεραιότητες.
Δίκαια προκαλεί δυσαρέσκεια, αγανάκτηση και αντιδράσεις στο λαό η απελευθέρωση ενός ανθρώπου που έχει καταδικαστεί για τέτοια ειδεχθή εγκλήματα. Η πραγματική «εκτροπή» που φοβίζει το αστικό σύστημα και τη δικαιοσύνη βρίσκεται ακριβώς στο ενδεχόμενο ο λαός να μην μένει αδρανής και απαθής απέναντι σε περιστατικά αδικίας, ανισότητας, καταπάτησης δικαιωμάτων κοκ. Αυτά είναι «τα λαϊκά δικαστήρια» που τους φοβίζουν. Το δικαίωμα του λαού να αντιδρά και να εκφράζεται μπροστά σε καθετί άδικο είναι αναφαίρετο και σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα αυτό θα το διαφυλάξει ο ίδιος ο λαός. Δίπλα του στεκόμαστε με τις γνώσεις και τη δράση μας οι δικηγόροι που είμαστε απέναντι από την αστική δικαιοσύνη και όσους στηρίζει.
15/07/2022