Τα ζητήματα και αιτήματα που απασχολούν δικαστές και εισαγγελείς ανέδειξε ο πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ), Χριστ. Σεβαστίδης στην Τακτική Γενική Συνέλευση της Ενωσης πριν από μερικές μέρες.
Αναφέρθηκε στην επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους δημόσιους υπαλλήλους λέγοντας: «Το κράτος εντελώς αυθαίρετα και αδικαιολόγητα αρνείται να τα επιστρέψει στους εργαζόμενους. Ελπίζει ίσως ότι μια ιστορική κατάκτηση ενός αιώνα θα ξεθωριάσει εύκολα στις μνήμες των ανθρώπων».
Ειδική αναφορά έκανε και στην εξαγγελία του πρωθυπουργού για τη συνταγματική αναθεώρηση εντός του 2025 και παρέπεμψε στη ΓΣ του 2018, όπου η ΕνΔΕ τοποθετήθηκε επί των αλλαγών που σχεδιάζονταν τότε για το Σύνταγμα. Μάλιστα, μίλησε για την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση για την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, χαρακτηρίζοντάς την διστακτική. «Με υπόμνημα που καταθέσαμε στη Βουλή κατά την ακρόαση των φορέων, αναγνωρίσαμε ότι πρόκειται για ένα μικρό θετικό βήμα που κατακτήθηκε μετά από δεκαετίες επίμονης στάσης των δικαστικών ενώσεων. Ακόμα όμως και αυτή η νομοθετική μεταβολή είναι διστακτική να εκχωρήσει τμήμα εξουσίας που οικειοποιείται η κυβέρνηση», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Για το ζήτημα των ορίων συνταξιοδότησης ανέφερε: «Με επιχειρήματα υπέρ της ενεργού γήρανσης του πληθυσμού, της αδυναμίας των ασφαλιστικών συστημάτων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, καλλιεργείται εδώ και καιρό στην Ευρώπη ο σχεδιασμός για παράταση του εργάσιμου βίου. Παρουσιάζεται μάλιστα ως οικειοθελής επιλογή των εργαζομένων η δουλειά μέχρι τα 70 ή και 72 έτη, τη στιγμή που είναι σε όλους γνωστό πως οι συντάξεις δεν επαρκούν πλέον να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες. Η άρνηση της κυβέρνησης να εκτελέσει την αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που έκρινε αντισυνταγματικό το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεών μας κάτω από το 60%, αναγκάζει όλο και περισσότερους να συνεχίσουν να εργάζονται ενώ οι φυσικές και πνευματικές τους αντοχές τούς εγκαταλείπουν».
Οσον αφορά τον νέο δικαστικό χάρτη επισήμανε το ζήτημα μετακινήσεων των δικαστών σε περιφερειακές έδρες και τη δυσαναλογία δικαστών μεταξύ πρωτοδικείων και εφετείων και σημείωσε: «Η θέση της Ενωσης είναι πως μια τέτοια πρακτική που εγκαινιάζεται παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα διότι σε πολλές περιπτώσεις αποδυναμώνεται και δεν θα μπορεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα το κεντρικό Πρωτοδικείο. Μετά τον διπλασιασμό σχεδόν του αριθμού των πρωτοδικών, ο αριθμός των παραγόμενων αποφάσεων στα πρωτοδικεία θα αυξηθεί σημαντικά. Αν όμως παραμείνει ίδιος ο αριθμός των δευτεροβάθμιων δικαστών, οι υποθέσεις θα παρουσιάσουν σοβαρή καθυστέρηση στην εκδίκασή τους σε δεύτερο βαθμό…».
Για το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης στον δικαστικό τομέα ανέφερε μεταξύ άλλων: «Μπαίνουμε σε μία νέα φάση απονομής δικαίου εντελώς πρωτόγνωρη, στην οποία οι δικαστικοί λειτουργοί θα βρεθούν με βίαιο τρόπο να ακολουθούν τις εξελίξεις που θα επιβάλουν οι μεγάλες εταιρείες διαχείρισης αλγορίθμων. Γίνεται έτσι φανερό πως η πορεία της εξέλιξης του δικαίου και των όρων απονομής της δικαιοσύνης προκύπτει από τη μετατροπή των οικονομικών σχέσεων σε νομικές αρχές. Εμείς θεωρούμε ότι λειτουργούμε με a priorι δοσμένες αρχές, ενώ στην πραγματικότητα αυτές αποτελούν οικονομικές αντανακλάσεις της εποχής».