“Αγαπητές και αγαπητοί σύνεδροι και προσκαλεσμένοι,Κυρίες και κύριοι,
Εκ μέρους του ΚΚΕ ευχαριστούμε θερμά για την πρόσκληση να παρευρεθούμε στο τόσο σημαντικό και επίκαιρο συνέδριό σας και ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία στις εργασίες του.
Σε μιαν εποχή που όλοι σχεδόν αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα, προσδίδοντας όμως διαφορετικό περιεχόμενο σε αυτά, συχνά αποκομμένο από την κοινωνία και την εξέλιξή της, είναι αναγκαίο πιστεύουμε, να προσεγγίσουμε την ιστορική τους διάσταση.
Στο ελληνικό Σύνταγμα, για παράδειγμα, όπως φυσικά και σε άλλα αστικά Συντάγματα, ενσωματώνονται γενικές διακηρύξεις δικαιωμάτων, οι οποίες έχουν τις καταβολές τους κυρίως από την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, όταν η αστική τάξη ήταν προοδευτική για την εποχή της δύναμη, στον αγώνα κατά της φεουδαρχίας. Σήμερα, που διαδραματίζει αντιδραστικό ρόλο και έχει μετατραπεί σε τροχοπέδη στην κοινωνική εξέλιξη, αφού αντιμάχεται την ανερχόμενη εργατική τάξη, σε συνδυασμό με τη δυσμενή για τους λαούς, προσωρινή αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, που επέφεραν τα γνωστά γεγονότα της περιόδου 1989-1991, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τις ανατροπές των σοσιαλιστικών κρατών, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Πιο συγκεκριμένα, το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, περιλαμβάνει, όπως είναι γνωστό, στο δεύτερο μέρος του και στα άρθρα 4 έως 25, μια σειρά από διακηρύξεις που αφορούν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ωστόσο, αυτές σήμερα δεν προστατεύουν πρακτικά τους εργαζόμενους και το λαό, είτε επειδή η αστική τάξη τις αξιοποιεί προς όφελός της είτε επειδή οι εκάστοτε κυβερνήσεις της, τις έχουν καταστήσει κενές περιεχομένου, κυριολεκτικά «άδεια πουκάμισα».
Για παράδειγμα, η περίφημη αρχή της ισονομίας, που διατυπώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος με τη φράση «Οι Ελληνες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο» και από την οποία πηγάζουν μια σειρά από ειδικότερα δικαιώματα. Τι σημαίνει όμως στην πραγματικότητα αυτή; Τα μέλη της κοινωνίας, που είναι συγκεκριμένοι άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, αντιμετωπίζονται συνταγματικά ως ίσα, με την αφηρημένη ιδιότητα του πολίτη. Εξομοιώνονται έτσι πλασματικά ο εργάτης με τον κεφαλαιοκράτη. Πρόκειται για τυπική ισότητα, που συγκαλύπτει τη βαθιά στην πραγματικότητα ανισότητα ανάμεσα στους θύτες και στα θύματα της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης. Οπως ειρωνικά σχολίαζε ο Γάλλος συγγραφέας Ανατόλ Φρανς, «ο νόμος, στη μεγαλοπρεπή του ισότητα, απαγορεύει στους πλούσιους, όπως και στους φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύουν στους δρόμους και να κλέβουν ψωμί». Αλλά και όπου φαίνεται ότι επιχειρείται να αμβλυνθεί αυτή η άδικη ουσιαστικά τυπική ισότητα, όπως στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου, με τη διάταξη που αναφέρει ότι «οι Ελληνες εισφέρουν στα δημόσια βάρη χωρίς διακρίσεις ανάλογα με τις δυνάμεις τους», τι συμβαίνει τελικά στην πράξη; Το ακριβώς αντίθετο: Φορολεηλασία για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, φοροαπαλλαγές για τους μεγάλους επιχειρηματίες.
Αντίστοιχα, αφυδατωμένα και συνεχώς συρρικνούμενα είναι τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα –αρκετά από αυτά θα απασχολήσουν τις θεματικές ενότητες του συνεδρίου σας- που αφορούν ενδεικτικά:
– Το δικαίωμα στη συνάθροιση (του άρθρου 11), το οποίο τίθεται υπό αίρεση από την ίδια τη σχετική συνταγματική διάταξη, αφού δίνεται η δυνατότητα στην Αστυνομία να απαγορεύει τις δημόσιες συγκεντρώσεις αν «επίκειται κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» ή αν «απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Με τις σχετικές μάλιστα νομοθετικές διατάξεις που θεσπίστηκαν πριν ένα περίπου χρόνο (του Ν.4703/2020 και του εφαρμοστικού ΠΔ 73/2020) επιχειρείται να στραγγαλιστεί κυριολεκτικά αυτό το δικαίωμα. Σε κάθε περίπτωση, πλήθος σημαντικών εργατικών και λαϊκών διαδηλώσεων στην πράξη περιορίζονται ασφυκτικά ή και διαλύονται, με τη χρήση χημικών και άλλων μέσων από τις ειδικές μονάδες καταστολής του κράτους.
– Το δικαίωμα στη δωρεάν Παιδεία (του άρθρου 16) αποτελεί –επιτρέψτε μου να πω- ένα από τα σύντομα ανέκδοτα για την εργατική και λαϊκή οικογένεια, αφού καλείται να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αντιμετωπίσει τις τεράστιες ελλείψεις της δημόσιας Εκπαίδευσης, προκειμένου να σπουδάσει τα παιδιά της, ενώ συρρικνώνεται και ο ίδιος ο δωρεάν χαρακτήρας της (π.χ. με την επιβολή διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές).
– Το δικαίωμα στη δικαστική προστασία (του άρθρου 20) φαλκιδεύεται σοβαρά για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, αφού έχουν να αντιμετωπίσουν μιαν εχθρική κατά βάση νομοθεσία, η οποία συνδυάζεται με μια συνήθως αντιδραστική, με φωτεινές φυσικά εξαιρέσεις, νομολογία των δικαστηρίων, αλλά και σοβαρά οικονομικά και δικονομικά εμπόδια στην πρόσβασή τους στη Δικαιοσύνη. όπως με το θεσμό της ιδιωτικής διαμεσολάβησης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
– Το δικαίωμα στην εργασία (του άρθρου 22) υποβιβάζεται, επίσημων ευρωενωσιακών και κυβερνητικών αποφάσεων, σε παροχή κάποιων «ευκαιριών απασχόλησης», ανάλογα με τις ανάγκες των εργοδοτών, ενώ η ανεργία, ειδικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, εκτινάσσεται στα ύψη.
– Το δικαίωμα στην απεργία (του άρθρου 23) καταπνίγεται στην πράξη, αφού η συντριπτική πλειοψηφία τους κρίνονται παράνομες και καταχρηστικές από τα δικαστήρια, ενώ οι κυβερνήσεις θέτουν συνεχώς σοβαρά νομοθετικά εμπόδια στην άσκησή του.
– Το δικαίωμα στην απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος (του άρθρου 24), αποτελεί επίσης ένα από τα πιο «κακοποιημένα» δικαιώματα, αφού είναι γνωστές, για παράδειγμα, οι δασοκτόνες νομοθετικές διατάξεις, καθώς και η έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδίου αντιπυρικής προστασίας. Τις συνέπειές τους τις βιώσαμε τραγικά το καλοκαίρι που μας πέρασε.
– Αλλά ακόμη και το «ιερό» και «απαραβίαστο» στην αστική κοινωνία δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το οποίο φυσικά κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (στο άρθρο 17), αφού διασφαλίζει πρώτ’ απ’ όλα την κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, δεν αναγνωρίζεται ουσιαστικά στην πράξη στους μικροϊδιοκτήτες (π.χ. με την πλήρη πλέον άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, τους μαζικούς πλειστηριασμούς από τράπεζες και δημόσιο).
Το ίδιο φυσικά συμβαίνει με δικαιώματα κατοχυρωμένα σε διεθνείς συμβάσεις, προϊόντα ενός παλαιότερου και ευνοϊκότερου για τους λαούς συσχετισμού δυνάμεων, όπως της σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες, η σταδιακή αποψίλωση και μη εφαρμογή της οποίας στην πράξη, έχει τραγικές συνέπειες για μεγάλο πλήθος κατατρεγμένων συνανθρώπων μας.
Θεωρούμε λοιπόν, καταλήγοντας, ότι ο αναγκαίος και επίκαιρος αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, προκειμένου να είναι συνεπής και αποτελεσματικός, χρειάζεται να συνδυάζεται με αυτόν για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, την απαλλαγή της από τα δεσμά της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, με στόχο, όπως έγραφε ο Καρλ Μαρξ, δύο αιώνες περίπου πριν, το πέρασμα της ανθρωπότητας από το «βασίλειο της ανάγκης» στο «βασίλειο της ελευθερίας».
Με αυτές τις σκέψεις, ευχόμαστε και πάλι καλή επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου σας”.