Συναδέλφισσες και συνάδελφοι,
Όσο ανοίγεται η συζήτηση και εντείνεται η δημόσια αντιπαράθεση, γύρω από το φορολογικό νομοσχέδιο, μέσα και έξω από τους δικηγορικούς συλλόγους, ευρύτερα στην κοινωνία, προκύπτει η αναγκαιότητα να κινηθούμε στις εξής κατευθύνσεις:
1.- Καταρχήν, να στοχεύσουμε τον πραγματικό αντίπαλο. Εδώ δεν πρόκειται ούτε για τις ιδεοληπτικές εμμονές του Χατζηδάκη, όπως υποστηρίζουν κάποιοι (απλά είναι ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση), ούτε βέβαια μόνο της κυβέρνησης και του “κακού” Μητσοτάκη, όπως υποστηρίζουν άλλοι. Έχουμε να κάνουμε με μια συνολική πολιτική, που υπαγορεύεται από την ΕΕ και υλοποιείται πιστά από όλες τις κυβερνήσεις, σήμερα της ΝΔ, χτες του ΣΥΡΙΖΑ, προχτές του ΠΑΣΟΚ. Είναι αποκαλυπτική η έκθεση της Κομισιόν, που καλούσε πριν τις εκλογές σε “διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με αναθεώρηση της τρέχουσας φορολογικής δομής για τους αυτοαπασχολούμενους και ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, με την επέκταση της χρήσης των ηλεκτρονικών πληρωμών”, προκειμένου να υλοποιηθούν τα αντιλαϊκά μέτρα που προβλέπει το Ταμείο Ανάκαμψης, όσον αφορά τη φορολογική επιβάρυνση των επαγγελματοβιοτεχνών και ελεύθερων επαγγελματιών με τα χαμηλότερα εισοδήματα, από οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές.
Και στο σημείο αυτό, να μου επιτρέψετε το εξής σχόλιο: Όταν η πλειοψηφία των δυνάμεων και των μελών του ΔΣ σε αυτή την αίθουσα, είναι θερμοί θιασώτες της ΕΕ και στηρίζουν αναφανδόν τις κυβερνήσεις και τα κόμματα που εφαρμόζουν την αντιλαϊκή πολιτική της, ούτε πειστική ούτε αποτελεσματική μπορεί να είναι η διαφοροποίησή τους. Δεν μπορείς από τη μια να στηρίζεις τους σφαγείς των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων και από την άλλη να διαμαρτύρεσαι για τα εγκλήματά τους και να ζητάς επιείκεια για τα θύματά τους. Άλλωστε, η ηγεσία και η πλειοψηφία του ΔΣΑ, όπως και της Ολομέλειας, έχουν βάλει πλάτη ή έχουν ανεχτεί την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής στο χώρο μας, τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στο επάγγελμα και τη Δικαιοσύνη.
2.- Να αναδείξουμε ότι δεν πρόκειται απλά για άδικα, ταξικά φορομπηχτικά μέτρα σε βάρος των μικρών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών. Αυτό νομίζω γίνεται αντιληπτό όλο και περισσότερο από τον κόσμο και δεν πιάνει τόπο η άθλια προπαγάνδα της κυβέρνησης. Γιατί ούτε η ίδια ούτε τα παπαγαλάκια της, που μιλούν για «πάταξη της φοροδιαφυγής» και «φορολογική δικαιοσύνη» μπορούν να απαντήσουν στα αμείλικτα ερωτήματα: Για ποια πάταξη της φοροδιαφυγής μιλάνε, όταν το 0,2 % των ΑΦΜ οφείλει 85 δις. ευρώ; Όταν οι επιχειρηματικοί κολοσσοί έχουν εξασφαλισμένη φορολογική ασυλία, με τις τριγωνικές συναλλαγές, τις offshore εταιρείες κ.ά.; Για ποια «φορολογική δικαιοσύνη» μιλάνε όταν το 95% των κάθε είδους φόρων πληρώνεται από τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα και μόνο το 5% αποδίδεται από τους επιχειρηματικούς ομίλους; Όταν υπάρχουν οι ειδικές 58 φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών, οι αναβαλλόμενοι φόροι των τραπεζιτών, τα δωράκια των καναλαρχών, τα ειδικά φορολογικά κίνητρα στους «στρατηγικούς» επενδυτές; Αυτό όμως που πρέπει να αποκαλυφθεί περισσότερο είναι η βαθύτερη στόχευση: Ότι πρόκειται δηλαδή για ωμή κρατική παρέμβαση που σκοπεύει -με εργαλείο και το φορολογικό- στον αφανισμό ή τη δραστική συρρίκνωση της μικρής αλλά ακόμη και ενός μέρους της μεσαίας αυτοαπασχόλησης. Είναι άλλωστε γνωστές οι σχετικές εκθέσεις της ΕΕ, που μιλούν για την εκτεταμένη αυτοαπασχόληση στη χώρα και την ανάγκη δραστικού περιορισμού της. Και αυτό για να συγκεντρωθεί η αγορά προϊόντων και υπηρεσιών στα χέρια των λίγων, των επιχειρηματικών ομίλων. Ειδικά στο χώρο των νομικών υπηρεσιών, προκειμένου να ενισχυθούν οι μεγάλες δικηγορικές και πολυεπαγγελματικές εταιρείες. “Αυτό δεν είναι κακό, εμένα μου αρέσουν οι εταιρείες”, ομολόγησε κυνικά ο υφυπουργός Θεοχάρης στη σχετική συνάντηση με την ηγεσία των δικηγορικών συλλόγων. Με αυτή την έννοια, δεν είμαστε όλοι μαζί οι δικηγόροι σε αυτόν τον αγώνα, γιατί πολύ απλά, δεν έχουμε όλοι τα ίδια συμφέροντα. Οι ιδιοκτήτες των δικηγορικών εταιρειών, ωφελούνται πολλαπλά από τα μέτρα, οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι που θα αφανιστούν και οι μισθωτοί δικηγόροι των οποίων θα ενταθεί η εκμετάλλευση, βλάπτονται. Πως να υπάρξει κοινή βάση αγώνα, πάνω σε αντικρουόμενα συμφέροντα; Εμείς χρόνια τώρα, το λέμε καθαρά: Δεν είμαστε με όλους τους δικηγόρους, δεν πατάμε σε δύο βάρκες. Τασσόμαστε με τα δικαιώματα και τις ανάγκες της πλειοψηφίας των αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών δικηγόρων με τα χαμηλότερα εισοδήματα, κόντρα στα συμφέροντα των ισχυρών δικηγορικών εταιρειών και των μεγαλογραφείων.
3.- Να διευρύνουμε το περιεχόμενο του διεκδικητικού πλαισίου: Επαναφορά του αφορολόγητου ορίου των 12.000 ευρώ για όλους, προσαυξημένο κατά 3.000 ευρώ ανά προστατευόμενο μέλος, αίτημα που μας συνδέει με το αντίστοιχο των μισθωτών εργαζομένων και βοηθά στη συμμαχία μαζί τους, κούρεμα χρεών για τους οικονομικά πιο αδύνατους, ιδιαίτερα αυτών που συσσωρεύτηκαν την περίοδο της πανδημίας.
4.- Να καταλήξουμε σε μορφές πάλης, που ανταποκρίνονται στη σφοδρότητα της επίθεσης που δεχόμαστε. Ήδη το νομοσχέδιο κατατέθηκε σήμερα στη διαβούλευση και δεν περιέχει καμία ουσιαστική αλλαγή από τις αρχικές κυβερνητικές εξαγγελίες της άγριας φοροεπιδρομής στους μικρούς αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες. Δεν μπορεί να σταθεί πλέον το επιχείρημα “να περιμένουμε πρώτα να δούμε τι θα λέει το νομοσχέδιο και μετά βλέπουμε”.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, προτείνουμε:
–Πενθήμερη προειδοποιητική καθολική αποχή από την Πέμπτη 16 έως την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου, ημέρα της κινητοποίησης, χωρίς δηλαδή την ενδιάμεση διακοπή τη Δευτέρα 21 Νοεμβρίου.
Η αποχή να έχει σφιχτό πλαίσιο και να καλύπτει και τους συναδέλφους που εργάζονται με οποιαδήποτε μορφή στις δικηγορικές εταιρείες και δικηγορικά γραφεία, τα νομικά τμήματα τραπεζών κλπ. Πρέπει να «νεκρώσουν», τουλάχιστον αυτή τη μέρα, ειδικά οι μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, που ωφελούνται από τα κυβερνητικά μέτρα.
Φυσικά, να δουλέψουμε ώστε να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή η κινητοποίηση. Ήδη, μεγάλη συγκέντρωση έχει εξαγγείλει για την ίδια μέρα η Ομοσπονδία Βιοτεχνικών Σωματείων Αττικής (ΟΒΣΑ).
-Άμεση σύγκληση, μετά την κινητοποίηση, στις 23 ή 24 του μήνα, Γενικής Συνέλευσης του Συλλόγου, ώστε να αποφασίσουν οι ίδιοι οι δικηγόροι που πλήττονται για το περιεχόμενο και τις μορφές του αγώνα. Την οργάνωση, τη συνέχεια και την προοπτική του. Να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ήδη, έχουμε συγκεντρώσει εκατοντάδες υπογραφές από συναδέλφους με το αίτημα αυτό.