Παραθέτουμε την τοποθέτηση του Αντώνη Αντανασιώτη στο ΔΣ του ΔΣΑ για την ενδοοικογενειακή βία και την αντιμετώπισή της:
Το φαινόμενο της ενδοιοκογενειακής βίας είναι υπαρκτό και τα σοβαρά και αποκρουστικά περιστατικά του αυξάνονται, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς.
Δεν πρόκειται ωστόσο για κάποιο φυσικό φαινόμενο. Υπάρχουν οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αιτίες γι΄αυτό, οι οποίες πρέπει να αναζητηθούν στους οικονομικούς και κοινωνικούς καταναγκασμούς, οι οποίοι αναπαράγονται στην καπιταλιστική κοινωνία που έχει για υπέρτατη αξία το κέρδος. Αντανακλώνται σε συμπεριφορές υποτίμησης της προσωπικότητάς της γυναίκας, στη διαμόρφωση προσωπικοτήτων ικανών να διαπράξουν τέτοιες εγκληματικές πράξεις σε βάρος της, που φτάνουν μέχρι και τη δολοφονία. Το έδαφος αυτό, όμως, το διαμορφώνουν και οι νόμοι που υπηρετούν την ατομική ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση, τη «ζούγκλα» του ανελέητου ανταγωνισμού.
Η κυβέρνηση της ΝΔ προκλητικά επιδιώκει να παρουσιάσει ως μέσο πρόληψης και αντιμετώπισης τέτοιων αποκρουστικών εγκλημάτων τον νέο Ποινικό Κώδικα, εξαγγέλλοντας και νέες ρυθμίσεις. Εντάσσεται στη συνολική προσπάθεια να αθωωθεί ο αντιδραστικός για τα λαϊκά δικαιώματα και ελευθερίες χαρακτήρας των Ποινικών Κωδίκων, να «ξεπλυθεί» η πολιτική διαχρονικά των κυβερνήσεων για τις τραγικές ελλείψεις σε ουσιαστικά μέτρα πρόληψης και προστασίας των γυναικών από την πολύμορφη βία. Στην επιδίωξή της αυτή βρίσκει αρωγό τη διορισμένη από αυτήν ηγεσία του Αρείου Πάγου, με τις επιλεκτικές και αυταρχικές παρεμβάσεις της.
Αξιοποιεί μάλιστα η κυβέρνηση προπαγανδιστικά για το σκοπό αυτό την περίπτωση του συγκεκριμένου ποινικολόγου, θαμώνα των τηλεοπτικών «πρωινάδικων» και «μεσημεριανάδικων» και γνωστού από τα κοσμικά ρεπορτάζ, τον οποίο μάλιστα η κυβερνητική παράταξη περιέφερε στα πανεπιστήμια ως ειδικό ομιλητή για τα εγκλήματα της ρατσιστικής και ενδοικογενειακής βίας. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος καθ’ ομολογία δράστης του πρόσφατου εγκλήματος, αν και γνώριζε πολύ καλά τις προβλεπόμενες ποινές και όλο το ισχύον πλαίσιο, δεν αποτράπηκε από την εγκληματική του πράξη.
Αντί η κυβέρνηση να συγκροτήσει επιτέλους οικογενειακά δικαστήρια, με εξειδικευμένους δικαστές που θα μπορούν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα σοβαρά ενδοοικογενειακά προβλήματα, της επιμέλειας και ανατροφής των παιδιών, επιλέγει να ιδρύσει ειδικά πολυτελή τμήματα στα δικαστήρια για τις υποθέσεις των «στρατηγικών επενδυτών». Αυτές είναι οι διακηρυγμένες άλλωστε προτεραιότητές της, τέτοια Δικαιοσύνη ευαγγελίζεται: Ακόμη πιο εχθρική, ακριβή και απροσπέλαστη για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, ακόμη πιο φιλική, γρήγορη και αποτελεσματική για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Είναι πρόκληση η προσπάθειά της να παρουσιάσει ως «δίχτυ ασφαλείας» για τις γυναίκες μέτρα όπως το panic button, που αποδεικνύονται τραγικά ανεπαρκή για την προστασία τους. Την ίδια στιγμή, επιχειρείται να κρύψουν κάτω από το χαλί οι διαχρονικές ευθύνες της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων που αφήνουν τις γυναίκες χωρίς ουσιαστική δωρεάν νομική, ψυχολογική, κοινωνική στήριξη και προστασία με κρατική ευθύνη.
Παρά τις αυξανόμενες ανάγκες, παραμένουν δραματικές οι ελλείψεις στο δίκτυο δομών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Σε όλη την Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία των οργανώσεων των γυναικών, λειτουργούν μόλις 44 Συμβουλευτικά Κέντρα, στο 13% των δήμων, και 20 Ξενώνες Φιλοξενίας. Στην Αττική, υπάρχουν μόνο 10 Συμβουλευτικά, στους 8 από τους 66 δήμους της και 3 Ξενώνες.
Την ίδια ώρα, δεν εξασφαλίζεται η άμεση, επείγουσα φιλοξενία των γυναικών και των παιδιών τους για την προστασία τους. Η εξασφάλιση μιας θέσης σε ξενώνα φιλοξενίας μπορεί να πάρει και μήνες για τις προβλεπόμενες εξετάσεις και διαδικασίες ένταξης, κάτω από τις ελλείψεις στις δημόσιες δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και Ψυχικής Υγείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρατείνεται η παραμονή της γυναίκας στο κακοποιητικό περιβάλλον, με κίνδυνο για την ίδια τη ζωή της.
Μόνο με ουσιαστικά μέτρα πρόληψης και προστασίας των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας, που απαιτούν και την αντίστοιχη κρατική χρηματοδότηση, μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο και όχι με τη σκλήρυνση της ποινικής νομοθεσίας, με ρυθμίσεις αναποτελεσματικές που ανοίγουν ακόμα και επικίνδυνους δρόμους για τις λαϊκές ελευθερίες και δικαιώματα.