Με αφορμή τις δικηγορικές εκλογές της 28ης και 29ης Νοεμβρίου, ο Παντελής Ραδίσης, υποψήφιος πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης με την Αγωνιστική Συσπείρωση Δικηγόρων, συνομίλησε με την Ένωση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης και απάντησε στις ερωτήσεις της:
1.Σε ποιες κινήσεις θα προβείτε ώστε να διασφαλιστεί ελάχιστη νόμιμη αμοιβή για τους ασκούμενους και τους συνεργάτες δικηγόρους;
Κακώς η συζήτηση περιορίζεται μόνο στην αμοιβή, ενώ θα έπρεπε να αφορά το σύνολο των συνθηκών εργασίας (ωράριο κτλ.). «Συνεργάτες» και ασκούμενοι δικηγόροι τελούν ήδη σε σχέσεις de facto εξαρτημένης εργασίας. Ένα πρώτο βήμα είναι αυτό το «de facto» να γίνει «de jure». Αγωνιζόμαστε για να αναγνωριστεί η μισθωτή δικηγορία ως αυτό που πράγματι είναι, ως σχέση εξαρτημένης εργασίας και για την πλήρη εφαρμογή και διεύρυνση του προστατευτικού πλαισίου της εργατικής νομοθεσίας. Οποιαδήποτε άλλη θέση περί δήθεν ασυμβίβαστου της δικηγορικής ιδιότητας με την έννοια της εξαρτημένης εργασίας, εύλογα προβαλλόμενη από παρατάξεις που φιλοδοξούν να εκπροσωπούν ταυτόχρονα εργαζόμενους και εργοδότες, πέρα από ξεπερασμένη άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, συνιστά το όχημα καταπάτησης των εργασιακών δικαιωμάτων των μισθωτών Δικηγόρων. Αγωνιζόμαστε για την ίδρυση Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων και στη Θεσσαλονίκη, μετά την Αθήνα.
2. Πως σκοπεύετε να αντιμετωπίσετε το υπαρκτό ζήτημα των καταχρηστικών επαγγελματικών συμπεριφορών σε συνεργάτες και ασκούμενους και για το ζήτημα των σεξιστικών συμπεριφορών;
Έχει ενδιαφέρον ο όρος «καταχρηστική», καθώς εκφράζεται δισταγμός για τον όρο «παράνομη». Πρόσφατα πολλές εργαζόμενες και εργαζόμενοι από το χώρο του αθλητισμού και της τέχνης με θάρρος κατήγγειλαν τέτοιες συμπεριφορές. Κοινό στοιχείο όλων ήταν η αδύναμη θέση απέναντι στον εργοδότη. Το ίδιο συμβαίνει και στον κλάδο μας. Πρώτον, θεωρείται αυτονόητη η κίνηση των πειθαρχικών διαδικασιών εντός του Συλλόγου, η οποία αντίστοιχα προϋποθέτει την ενθάρρυνση υποβολής καταγγελιών, σκοπός που δυστυχώς υπονομεύεται από τη διαπιστωμένη απροθυμία φορέων όπως η ΕΑΝΔιΘ να καταγγείλουν επώνυμα αντίστοιχες συμπεριφορές. Δεύτερον, ο αγώνας για τα εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών αποτελεί παράλληλα το καλύτερο όπλο για να αποτρέπονται τέτοιες συμπεριφορές. Τέλος, πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για την προστασία της μητρότητας σε συμπόρευση με αντίστοιχους συλλόγους γυναικών. Για εμάς αυτό είναι «εξωστρέφεια» και όχι τα περίπτερα στη ΔΕΘ.
3. Οι συνθήκες πρόσβασης δικηγόρων σε δημόσιες υπηρεσίες και οι απαράδεκτες συμπεριφορές εις βάρος τους (Κτηματολόγια, Δικαστήρια, Δ.Α.Μ. κτλ) έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια. Σε ποιες ενέργειες πρόκειται να προβεί ο Σύλλογος για τη διαμόρφωση ευνοϊκότερων συνθηκών των δικηγόρων ενώπιον των υπηρεσιών αυτών;
Στην καθημερινότητα διαρκώς προσπαθούμε να αντιπαλέψουμε αιτιάσεις υπαλλήλων, προερχόμενες από ευθυνοφοβία και ανούσια γραφειοκρατία. Αυτή η εικόνα δίνει αίσθηση αντιπαράθεσης. Ωστόσο, αυτό συνιστά υπεραπλούστευση, καθώς και από τις δύο πλευρές του γκισέ βρίσκονται εργαζόμενοι. Η στοχοποίηση υπαλλήλων ίσως βοηθά στην εκτόνωση ή/και στην άγρα ψήφων από διάφορους υποψηφίους, αλλά τίποτε δεν αλλάζει στην γενική εικόνα. Για τις ουρές στις υπηρεσίες φταίει η υποστελέχωση, ως συνέπεια της υποχρηματοδότησης από την κυβέρνηση. Ο ΔΣΘ πρέπει να διαμαρτυρηθεί απέναντι στις διοικήσεις των υπηρεσιών και να συνεργαστεί με τους εκάστοτε συλλόγους εργαζομένων για την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων διάρθρωσης των σχετικών υπηρεσιών. ΤοΤο «αντιδικηγορικό» κλίμα που συχνά καταλήγει στον υπάλληλο, καλλιεργείται «από τα πάνω», από την πολιτική που θεωρεί την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη και άρα τον Δικηγόρο περιττή πολυτέλεια. Εκεί πρέπει να στοχέψουμε.
4. Ποια μέτρα πρόκειται να λάβει ο Σύλλογος για την στήριξη νέων δικηγόρων στο ξεκίνημα της επαγγελματικής τους πορείας;
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η επαγγελματική πορεία ενός νέου δικηγόρου δεν ξεκινά όταν «ανοίγει» γραφείο, αλλά όταν ήδη εργάζεται σε άλλον. Κατά συνέπεια, κύριο μέτρο για τη στήριξή του είναι ο αγώνας για αναγνώριση της σχέσης του ως εξαρτημένης εργασίας, η εφαρμογή και διεύρυνση των ρυθμίσεων της εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, για τους νέους, αυτοαπασχολούμενους δικηγόρους τα μέτρα πρέπει να είναι κατ’ αρχήν κοινά με τη στήριξη όλων των αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων αδιακρίτως, κατά της τροποποίησης των κωδίκων που συνεπάγεται συρρίκνωση ή/και ιδιωτικοποίηση του έργου της δικαιοσύνης, κατά των υπέρογκων ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων, κατά της «απελευθέρωσης». Ιδίως για τους νέους, αυτονόητη είναι η αντίθεσή μας σε κάθε δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, η ενίσχυση του καταβαλλόμενου μερίσματος από τον διανεμητικό λογαριασμό, η ίδρυση τράπεζας υποδειγμάτων δικογράφων και νομικών συμβουλών.
5. Πρόσφατα προβλέφθηκε η συμμετοχή δικηγόρων στην εκκαθάριση εκκρεμών συντάξεων στον ΕΦΚΑ και τίτλων στο Κτηματολόγιο, με αμοιβές χαμηλότερες εκείνων του Κώδικα Δικηγόρων και με αποκλεισμό των νεότερων συναδέλφων. Πως προτίθεστε να κινηθείτε ως προς αυτό;
Το πρόβλημα εντοπίζεται ένα βήμα πριν και είναι ότι ο ρόλος του Δικηγορικού Συλλόγου δεν είναι να μεσολαβεί για να γίνονται τα γνωστά «μπαλώματα» ή για να διανέμει αντισηπτικά, όπως αντίστοιχα της ΕΑΝΔιΘ δεν ήταν να μεσολαβεί για την καλύτερη προσφορά από ΚΕΚ στα σεμινάρια «σκοιλελικικου». Αντίθετα, αν το κράτος έχει κενά νομικών για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, πρέπει να προχωρήσει σε προσλήψεις νομικών. Κατά τα λοιπά, δε νοείται δικηγόρος να πληρώνεται λιγότερο από τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δικηγόρων, ενώ ο αποκλεισμός των νεότερων συναδέλφων είναι όχι μόνο αδικαιολόγητος με βάση τα τυπικά τους προσόντα αλλά και επικίνδυνος, αφού ενισχύει ένα ανησυχητικό, εντεινόμενο κλίμα «κοινωνικού κανιβαλισμού» σε βάρος των νεότερων (κατάλογοι νομικής βοήθειας, αυστηροποίηση εξετάσεων για άδεια, θέσεις συμβούλων κατά της καταβολής ενίσχυσης στους ασκούμενους στην καραντίνα).