Με μαζική συμμετοχή εργαζομένων πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 8 Σεπτέμβρη η εκδήλωση που οργάνωσε το Συνδικάτο Επισιτισμού – Τουρισμού – Ξενοδοχείων Αττικής με θέμα την πολύμορφη βία σε βάρος των εργαζόμενων γυναικών στους χώρους δουλειάς.
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία του Συνδικάτου συνέπεσε με τις καταγγελίες δύο εργαζομένων γυναικών για κακοποιητική συμπεριφορά και παρενόχληση από τον διευθυντή σε μεγάλο ξενοδοχείο. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή, έχει ήδη γίνει κινητοποίηση έξω από το ξενοδοχείο, ενώ η σχετική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη στην Επιθεώρηση Εργασίας. Στην εκδήλωση, η Χαρά Μαρούλη, δικηγόρος, ανέδειξε τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συναντούν οι εργαζόμενες στην προσπάθειά τους να καταγγείλουν περιστατικά παρενόχλησης και κακοποίησης. Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία της:
«Όπως αναδείχθηκε και από τις προηγούμενες τοποθετήσεις, το μόνο σίγουρο είναι ότι όσο παραμένει και ενισχύεται το πλαίσιο της ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, τόσο θα αναπαράγεται και θα εντείνεται η πολύμορφη βία απέναντι στις εργαζόμενες και στους εργαζόμενους.
Είναι γεγονός ότι όσοι προσπαθούν και μάλιστα επίμονα να αποσπάσουν το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας από το γενικότερο φόντο της εργοδοτικής επιθετικότητας, διαψεύδονται από την ίδια την πραγματικότητα. Η εργασιακή ζούγκλα με τους μισθούς πείνας, τα εξαντλητικά ωράρια, τις ελαστικές μορφές απασχόλησης που οδηγούν σε εύκολες και αζήμιες για τον εργοδότη απολύσεις, είναι η πραγματικότητα που όχι μόνο παράγει δράστες και θύματα εργοδοτικής βίας κάθε μορφής (άλλοτε θεατής και άλλοτε αθέατης), αλλά που την ίδια στιγμή εκβιάζει και την σιωπή των θυμάτων.
Από την άλλη, υπάρχει και το αφήγημα του δήθεν «ελεύθερου» εργαζόμενου να επιλέξει να μιλήσει για την εργοδοτική βία, να αντισταθεί, να την καταγγείλει. Η «ελευθερία» επιλογής στο πλαίσιο της ταξικής εκμετάλλευσης περιορίζεται αντικειμενικά από τον πέλεκυ της απόλυσης που κρέμεται πάνω από το κεφάλι κάθε εργαζόμενου, που στην πραγματικότητα καταδεικνύει ότι η «ελευθερία» της μισθωτής σκλαβιάς δεν αφήνει επιλογές.
Άλλο τόσο «ελεύθερη» είναι η κάθε εργαζόμενη και ο κάθε εργαζόμενος να προσφύγει και στην δικαιοσύνη. Καταρχάς, το κόστος πρόσβασης στην δικαιοσύνη είναι απαγορευτικό για τον μεμονωμένο εργαζόμενο, πολύ περισσότερο όμως μέσα σε ένα αντικειμενικά εχθρικό για τον εργαζόμενο και άνεργο, νομοθετικό πλαίσιο που τον καλεί να βρει μάρτυρες, που στην χειρότερη περίπτωση δεν υπάρχουν (οι μορφές βίας ιδιαίτερα της σεξουαλικής παρενόχλησης συνήθως διαπράττονται πίσω από κλειστές πόρτες) και στην καλύτερη είναι συνάδελφοί του, που διστάζουν όμως να καταθέσουν υπέρ του καταγγέλλοντος γιατί φοβούνται – και βάσιμα- ότι θα χάσουν την δουλειά τους.
Άλλο στοιχείο που αντικειμενικά δυσκολεύει το θύμα της εργοδοτικής βίας να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας ή στο Δικαστήριο, είναι ότι φοβάται και ο ίδιος ότι η εργοδοσία θα βρει κάποιο πρόσχημα να τον απολύσει ή ακόμη και να του «φορτώσει» μία κατασκευασμένη ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως π.χ. κλοπή ή και άλλες μορφές κακής δήθεν εκτέλεσης της εργασίας του, όπως π.χ. κακή αντιμετώπιση πελατών, «αδυναμία» συνεργασίας με τους συναδέλφους του κ.λ.π. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις ο/η εργαζόμενος/η κυριολεκτικά πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας.
Επίσης, όπλο στα χέρια της εργοδοσίας είναι και η μήνυση, ακόμη και αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον της εργαζόμενης που καταγγέλλει. Μήνυση και αγωγή που λειτουργεί ως μοχλός πίεσης, προκειμένου ο εργαζόμενος/η εργαζόμενη να ανακαλέσει την καταγγελία του. Έτσι, η εργαζόμενη από θύμα κάθε μορφής εργοδοτικής βίας, βρίσκεται και θύμα της ρετσινιάς της κλέφτρας ή θύμα πολυδάπανων και χρονοβόρων δικαστικών αγώνων, που έχουν κινηθεί εναντίον της από την εργοδοσία.
Η μεγαλύτερη υποκρισία είναι σε μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους που διακηρυκτικά εφαρμόζουν δήθεν «κανόνες» και «πλαίσια» για την πρόληψη δήθεν και αντιμετώπιση συμπεριφορών παρενόχλησης κ.λ.π., που στην καλύτερη περίπτωση απολύουν τόσο την καταγγέλλουσα όσο και τον καταγγελλόμενο. Άλλωστε στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο θύτης των πράξεων σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας είναι ο ίδιος εργοδότης ή στέλεχος που ασκεί εργοδοτική εξουσία ή πρόσωπο που χαίρει της «ιδιαίτερης» εμπιστοσύνης του εργοδότη. Ποιος άραγε σε αυτήν την περίπτωση θα ελέγξει την καταγγελλόμενη συμπεριφορά; Ο θύτης για τον εαυτό του;
Στο ίδιο πλαίσιο προκλητικά υποκριτικών διακηρύξεων κινούνται και οι διατάξεις του Νόμου 4808/2021 (Νόμος Χατζηδάκη), που μέσα σε όλα τα άλλα προβλέπουν την διαμόρφωση πολιτικών εντός επιχείρησης για την καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης, αλλά και για την διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών (τέτοιου είδους «πολιτικές» μπορούν με βάση τον Νόμο να είναι αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων ως περιεχόμενο της Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή του Κανονισμού Εργασίας ή να καταρτίζονται από τον εργοδότη, κατόπιν διαβούλευσης με τους εκπροσώπους της πλέον αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης ή με το συμβούλιο εργαζομένων και, εφόσον δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, κατόπιν ενημέρωσης των εργαζομένων και ανάρτησης του σχεδίου πολιτικής στον χώρο εργασίας ή γνωστοποίησής του, προκειμένου να λάβει απόψεις. Ειδικά οι προβλέψεις για πειθαρχικά παραπτώματα, πειθαρχική διαδικασία και πειθαρχικές ποινές στο πλαίσιο ή σε συνέχεια καταγγελιών για περιστατικά βίας και παρενόχλησης στην εργασία αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο του Κανονισμού Εργασίας, εφόσον τέτοιος υπάρχει ή υπάρχει υποχρέωση κατάρτισης τέτοιου).
Για να δούμε όμως στην πράξη πώς λειτουργεί κάτι τέτοιο: σε μεγάλο χώρο δουλειάς συστάθηκε τέτοιος κώδικας, με αποτέλεσμα να μεθοδεύονται κατασκευασμένες καταγγελίες εναντίον εργαζομένων (μη αρεστών στην εργοδοσία), που οι τελευταίοι δεν έχουν την δυνατότητα, λόγω δήθεν της αρχής της εμπιστευτικότητας, να μάθουν ποιος τους κατήγγειλε και να οδηγούνται έτσι -σαν πρόβατα στην σφαγή- σε απόλυση για παραβατικές συμπεριφορές που τους καταλογίζονται, αλλά που ουδέποτε είχαν. Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει λοιπόν…. Όπου Γιάννης η εργοδοσία, συνεπικουρούμενη πάντα και διαχρονικά από την νομοθεσία.
Από τα παραπάνω ίσως φαίνεται ότι η έκβαση των καταγγελιών είναι αβέβαιη κι εξαιρετικά δύσκολη η δικαίωση του εργαζόμενου που έχει υποστεί παρενοχλητικές συμπεριφορές. Είναι πράγματι έτσι, ΕΚΤΟΣ αν ο εργαζόμενος αξιοποιήσει εξαρχής το μοναδικό όπλο απέναντι στην εργοδοτική επιθετικότητα, όπως αυτή εκφράζεται κάθε φορά, που δεν είναι άλλο από το ταξικά προσανατολισμένο σωματείο. Θα αναρωτηθεί κανείς: Δεν απαιτείται ατομικό θάρρος και αντοχή απέναντι σε τέτοια φαινόμενα; Βέβαια!!!! Αλλά αυτά έχουν αποτέλεσμα μόνο μέσα στο πλαίσιο της συλλογικότητας, της συναδελφικότητας και της αλληλεγγύης, δηλαδή στην συλλογική μορφή οργάνωσης των εργαζομένων, στο σωματείο, που είναι και το μοναδικό και πραγματικό δίκτυ προστασίας κάθε γυναίκας, κάθε εργαζόμενου.
Η ασπίδα λοιπόν προστασίας κάθε εργαζόμενης και κάθε εργαζόμενου, δηλαδή το σωματείο του, η συλλογική διεκδίκηση και ο συλλογικός αγώνας μπορούν να αξιοποιήσουν σίγουρα πιο αποτελεσματικά από τον ατομικό δρόμο, τις όποιες εναπομείνασες προστατευτικές για τις εργαζόμενες διατάξεις της νομοθεσίας αλλά και την δικαστική οδό. Και αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η όποια διεκδίκηση και δικαστική αξίωση με το σωματείο στο πλάι του καταγγέλλοντα/της καταγγέλλουσας γίνεται πιο δυνατή και σαφώς πιο απειλητική για την εργοδοτική πλευρά και εν τέλει πιο αποτελεσματική στην έκβαση του δικαστικού αγώνα.»