Του Δημήτρη Νταφόπουλου, συνηγόρου υπεράσπισης, μέλους του ΔΣ του ΔΣΘ
Στις 06-05-2022 εκδικάστηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης η δίωξη σε βάρος πέντε αγωνιστών διαδηλωτών για τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που είχε πραγματοποιηθεί την 06-03-2017 έξω από το κατάστημα της εταιρίας «DiscountMarkt» στην Ξηροκρήνη. Το δικαστήριο αποδέχθηκε την ένσταση αναρμοδιότητας που προέβαλε η πλευρά της υπεράσπισης και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο, όπου θα εκδικαστεί εκ νέου η υπόθεση σε νεότερη δικάσιμο. Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει αν μη τι άλλο την προχειρότητα της δίωξης, η οποία εξυπηρετούσε εξαρχής τις σκοπιμότητες της εργοδοσίας.
Το “έγκλημα” των 1.400 περίπου εργαζομένων της εταιρίας «Καρυπίδης» ήταν πως βρίσκονταν σε επίσχεση εργασίας λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων μισθών 13 μηνών, επιδομάτων εορτών και αδείας. Την ίδια στιγμή, η εταιρία επιχείρησε με ιδιότυπες συμφωνίες να μεταβιβάσει τα καταστήματά της σε άλλες εταιρίες του ίδιου κλάδου χωρίς να τηρηθούν οι υποχρεώσεις έναντι των εργαζομένων. Έτσι, οι εργαζόμενοι ζήτησαν από την νέα – μεταξύ άλλων – εργοδότρια εταιρία «DiscountMarkt» να αποδεχθεί την εργασία τους, αλλά η τελευταία αρνήθηκε. Ως αποτέλεσμα, η «Ένωση Εμποροϋπαλλήλων ν. Θεσσαλονίκης» και το Πανελλαδικό Σωματείο εργαζομένων στην επιχείρηση «Αρβανιτίδης Α.Ε.Ε.Ε.» προκήρυξαν άμεσα νόμιμα 4ωρη στάση εργασίας και κάλεσαν σε συμβολική κινητοποίηση έξω από το κατάστημα για την 06-03-2017.
Παρ’ ότι η συγκέντρωση είχε διοργανωθεί νόμιμα από τα αντίστοιχα εργατικά σωματεία και διεξήχθη καθ’ όλα ειρηνικά, η εταιρία προέβη σε μήνυση σε βάρος πέντε διαδηλωτών, μελών της «Ένωσης Εμποροϋπαλλήλων ν. Θεσσαλονίκης», εργαζομένων και αλληλέγγυων, με αποτέλεσμα να ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για τα αδικήματα της παράνομης βίας και της συκοφαντικής δυσφήμησης ανωνύμου εταιρίας.
Η δίωξη αυτή δεν αποτελεί βέβαια μεμονωμένο γεγονός. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο εργαζόμενοι, φοιτητές, μαθητές και διαδηλωτές, ακόμη και όταν ασκούν το δικαίωμά τους να συμμετάσχουν σε μία ειρηνική απεργία, στάση εργασίας ή συγκέντρωση διαμαρτυρίας να καταλήγουν αντιμέτωποι με κατηγορίες, οι οποίες συνηθέστερα περιλαμβάνουν τα αδικήματα της παράνομης βίας, της διατάραξης οικιακής ειρήνης ή/και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η εργοδοσία και οι εκάστοτε κυβερνήσεις που τη στηρίζουν θέτουν το ερώτημα εάν οι ενέργειες των διαδηλωτών είναι σύμφωνες με τον νόμο. Το ερώτημα αυτό είναι στην πραγματικότητα κίβδηλο. Το ερώτημα δεν θα έπρεπε να είναι εάν οι ενέργειες των διαδηλωτών συμφωνούν με τον νόμο, αλλά εάν ο νόμος έχει θεσπιστεί για να προστατεύει ή για να τιμωρεί τις ενέργειες αυτές.
Η «εχθρική» στάση των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στα συνδικαλιστικά δικαιώματα
Η συμμετοχή ενός προσώπου σε μία συγκέντρωση – δημόσια συνάθροιση, η οποία διεξάγεται ήσυχα και χωρίς όπλα, και η συμμετοχή ενός εργαζομένου σε μία απεργία όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αλλά αντίθετα αποτελεί δικαίωμά του, το οποίο προστατεύεται συνταγματικά (αρ. 11 και 23 του Συντάγματος). Τότε όμως γιατί καταλήγουν να είναι τόσο συχνές στην πράξη οι συνδικαλιστικές διώξεις ή/και καταδίκες σε βάρος διαδηλωτών, εργαζομένων κτλ.; Μα ακριβώς γιατί αυτή η αφηρημένη προστασία της συνδικαλιστικής δράσης, αφήνει πάντα περιθώριο «νομικών ερμηνειών» που την υπονομεύουν ή την περιορίζουν. Έτσι σχεδόν πάντα οι εισαγγελείς παραπέμπουν τις υποθέσεις στο δικαστήριο ώστε να διευκρινιστεί τι συνέβη στην εκάστοτε περίπτωση. Και η εργοδοσία εκμεταλλεύεται αυτές τις σκόπιμες «ασάφειες» ώστε να ασκεί τρομοκρατία στους εργαζομένους της, οι οποίοι ξέρουν ότι ακόμη και αν τελικά καταλήξουν να αθωωθούν, θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια με το βάρος της κατηγορίας στις πλάτες τους.
Τι έκαναν όμως οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ως προς την περιφρούρηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και δράσης; Την περιόρισαν ακόμη περισσότερο.
Όχι μόνο δεν φρόντισαν να υπάρξει ρητή και ειδική προστασία από καταχρηστικές συνδικαλιστικές διώξεις, αλλά, αντίθετα, επεξέτειναν το εύρος της ποινικής καταστολής στα σχετικά αδικήματα. Έτσι για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις αλλαγές στον ΠΚ, διατήρησε τη δυνατότητα οποιοσδήποτε εργοδότης ή «πρόθυμος» τρίτος να επικαλείται ότι άλλα, άσχετα προς αυτόν πρόσωπα παρεμποδίστηκαν από μία διαδήλωση ή συγκέντρωση. Αντίστοιχα, στο αρ. 168 ΠΚ, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε η ΝΔ με τον Ν. 4777/2021, η απλή παρουσία διαδηλωτών εντός δημόσιου χώρου στον οποίο απαγορεύεται να βρίσκονται έχει καταστεί αξιόποινη, ακόμη και όταν δεν διαταράσσεται η λειτουργία της υπηρεσίας αυτής. Τέλος, περιόρισαν τους ίδιους τους όρους άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων με σειρά από νόμους, όπως για παράδειγμα έπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ με το αρ. 211 του Ν. 4512/2018 που επέβαλε την απαίτηση αυξημένης απαρτίας για κήρυξη απεργίας και ο οποίος συμπληρώθηκε από λοιπούς περιορισμούς στις συνδικαλιστικές ελευθερίες με τον «Νόμο Χατζηδάκη» (Ν. 4808/2021) και «εναρμονίζεται» πλήρως με τη στάση της νομολογίας των δικαστηρίων που καταλήγει να κρίνει το 90% των απεργιών ως παράνομες ή/και καταχρηστικές. Σε όμοια κατεύθυνση κινήθηκε και ο Ν. 4703/2020 της ΝΔ που περιόρισε σημαντικά το δικαίωμα στις συναθροίσεις.
Έτσι, για ακόμη μία φορά, πίσω από τις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές αποκρύπτεται επιμελώς η συμφωνία των δύο κομμάτων στη διατήρηση ή και επέκταση της ποινικής καταστολής ενάντια στις εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις, σε βάρος ουσιαστικά του «εχθρού – λαού».
Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα για ακόμη μία φορά είναι ότι η προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας και δράσης δεν πρόκειται να γίνει από καμία κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, οι οποίες διαμορφώνουν πάντα το νομικό πλαίσιο κατά τρόπο που προάγει τα συμφέροντα της εργοδοσίας. Αντίθετα, όπως πάντα συνέβαινε ιστορικά, έτσι και τώρα ο προοδευτικός νομικός κόσμος και τα ταξικά εργατικά σωματεία με την πάλη τους πρέπει να προασπίσουν οι ίδιοι τα λαϊκά δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, δίχως αυταπάτες σωτηρίας από κάποιο δήθεν «θεσμικό κράτος δικαίου».
Παλεύουμε για αθώωση των πέντε διαδηλωτών της συγκέντρωσης της 06-03-2017. Παράλληλα, με τους αγώνες μας ανοίγουμε τον δρόμο για μια κοινωνία πραγματικά ανθρώπινη βάζοντας στο μουσείο της ανθρώπινης ιστορίας όλη αυτήν τη βαρβαρότητα του νομοθετικού πλαισίου που στηρίζει τη σάπια εκμεταλλευτική κοινωνία.