Είναι ώρα ευθύνης και μάχης για όλους μας!
Ομιλία της Χαράς Μαρκατσέλη, δικηγόρου – εργατολόγου, για τις εκτρωματικές διατάξεις του νέου νόμου*
Η κυβέρνηση, παίρνοντας την σκυτάλη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, στο όνομα δήθεν του εκσυγχρονισμού του εργατικού δικαίου, επιχειρεί να γυρίσει την ζωή και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης πάνω από έναν αιώνα πίσω.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε η διαδικασία κατεδάφισης βασικών δικαιωμάτων, που είχαν κατακτήσει οι εργαζόμενοι, με σκληρές θυσίες και αιματηρούς αγώνες. Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η γενίκευση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού από το κράτος, η επέκταση της δυνατότητας για ομαδικές απολύσεις, η δραστική μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης, η δραματική επιδείνωση του πλαισίου για την υπερωρία και την υπερεργασία, η σταδιακή κατάργηση της κυριακάτικης αργίας σε μία σειρά κλάδους και ειδικότητες, οι δραστικές μειώσεις μισθών, τα πρόσθετα εμπόδια για την κήρυξη απεργίας, η δυνατότητα για ωμή εργοδοτική παρέμβαση μέσω της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, η απαγόρευση των διαδηλώσεων, αποτελούν νομοθετικές παρεμβάσεις όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων και έχουν διαμορφώσει συνθήκες εργασιακής ζούγκλας.
Σήμερα η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο που παρουσίασε, αξιοποιώντας την νομοθεσία της Ε.Ε. και τις «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές», όπως η ίδια απερίφραστα ομολογεί, απογειώνει την εργοδοτική ασυδοσία, η οποία πλέον αναγορεύεται σε νόμο του κράτους, υλοποιώντας διαχρονικές στοχεύσεις του κεφαλαίου.
Πυρήνας του κυβερνητικού νομοσχεδίου είναι η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, η εκτόξευση της απλήρωτης δουλειάς, η νομιμοποίηση των άκυρων απολύσεων χωρίς συνέπειες για τους εργοδότες, η δραστική περιστολή του απεργιακού δικαιώματος, η επέμβαση στην λειτουργία και δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης, η επιβολή «σιγής νεκροταφείου» στους χώρους δουλειάς.
Το πολυσέλιδο νομοσχέδιο που βάζει οριστική ταφόπλακα στα συλλογικά και ατομικά δικαιώματα των εργαζομένων και στις μορφές συνδικαλιστικής τους έκφρασης, αφορά σε ένα πλέγμα πολύμορφων ρυθμίσεων που σίγουρα σήμερα δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε όλες. Θα περιοριστώ λοιπόν σε ορισμένες μόνο βασικές αλλαγές του νομοσχεδίου:
Η κυβέρνηση χτίζοντας πάνω στο ευρωενωσιακό οικοδόμημα της «διευθέτησης του χρόνου εργασίας» (Οδηγία 2003/88/ΕΚ) και στα αντίστοιχα νομοθετήματα όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, με πιο εμβληματικούς τον νόμο του 2011, της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, αλλά και τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ (ν. 4498/2017) για τους γιατρούς, προχωρά σε συντριπτικό χτύπημα του 8ωρου και στην καθιέρωση 10ωρης δουλειάς, που θα επιβάλλεται από τους εργοδότες με ατομικές πλέον συμβάσεις εργασίας, χωρίς συλλογική διαπραγμάτευση. Οι δύο τουλάχιστον επιπλέον ώρες εργασίας θα είναι χωρίς αμοιβή, ώστε να μεγαλώνει ο απλήρωτος χρόνος εργασίας, με την κυβέρνηση να παραπέμπει τον εργαζόμενο σε….. αναπλήρωσή τους, με μειωμένο ωράριο ή άδεια όποτε συμφέρει την επιχείρηση. Εάν μάλιστα αναλογιστούμε ότι η ελάχιστη διάρκεια της ημερήσιας ανάπαυσης είναι οι 11 συναπτές ώρες, με μία αντίστροφη ανάγνωση μπορεί να φτάσουμε και στις 13 ώρες δουλειάς.
Μάλιστα η κυβέρνηση, θέλοντας να εξωραΐσει την συγκεκριμένη διάταξη, επικαλείται την δυνατότητα εφαρμογής της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, είτε με συλλογική συμφωνία είτε με αίτημα -όπως λέει- του εργαζόμενου, δικαιολογώντας έτσι με τον φερετζέ της ατομικής επιλογής τα νέα μέτρα εκμετάλλευσης.
Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης περί ατομικής επιλογής, περί δήθεν ελευθερίας του εργαζόμενου να επιλέξει πως θέλει να δουλεύει, κινούνται σε μία σφαίρα εκτός πραγματικότητας, κι αυτό το καταλαβαίνουμε όλοι πολύ καλά. Ποια όμως είναι η αλήθεια; Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση βάζει τους εργαζόμενους και μάλιστα σε μία εποχή αυξημένης ανεργίας, οικονομικής ανασφάλειας, εκβιαστικών διλημμάτων για τη διατήρηση της θέσης εργασίας τους, σε μία εποχή δηλαδή που οργιάζει η εργοδοτική τρομοκρατία, να στέκονται μόνοι τους απέναντι στον εργοδότη και μάλιστα λες και πρόκειται για δύο ισότιμα μέρη! Για ποια ελευθερία, για ποια ατομική επιλογή του εργαζόμενου μας μιλάνε;;; Η ελευθερία του εργαζόμενου, αρχίζει και τελειώνει μόλις περάσει την πόρτα του χώρου δουλειάς του, κάτι που κι εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε πολύ καλά. Όπως εξίσου πολύ καλά γνωρίζετε ότι η δουλειά 10, 11 και 12 ώρες την ημέρα, η υπερένταση του ανθρώπινου οργανισμού για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προκαλεί μόνιμη και ανυπολόγιστη φθορά στην σωματική και ψυχική υγεία του εργαζόμενου, που δεν αποκαθίσταται με τον συμψηφισμό των μειωμένων ωρών απασχόλησης σε άλλη χρονική περίοδο. Άκρως αποκαλυπτική είναι και η πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, στην οποία καταγράφονται 745.000 θάνατοι εργαζομένων από εγκεφαλικό ή καρδιακές παθήσεις εξαιτίας των πολλών ωρών εργασίας. Η αυτή έρευνα αφορούσε στα έτη 2000 έως και 2016 κι επομένως δεν εξέτασε τις συνθήκες ακόμη μεγαλύτερης εντατικοποίησης της εργασίας εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, μέσω και της γενίκευσης της τηλεργασίας. Αυτό που αποκρύπτεται επίσης είναι η δυνατότητα που έχει ο εργοδότης να απολύσει τον εργαζόμενο μετά το τέλος της περιόδου αυξημένης απασχόλησης, οπότε -με βάση το σχέδιο νόμου- το μόνο που θα δικαιούται ο εργαζόμενος είναι η «τσεκουρωμένη» πλέον αμοιβή για τις ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας. Κι αν ο εργοδότης αρνηθεί να τις καταβάλλει, τότε ο εργαζόμενος υποχρεούται πλέον να κινηθεί νομικά και να επιβαρυνθεί με δυσβάσταχτα γι΄ αυτόν έξοδα για ένα αβέβαιο σε κάθε περίπτωση αποτέλεσμα.
- Στα ίδια πλαίσια των ευρωενωσιακών επιταγών και της κυβερνητικής διαχρονικά πολιτικής, για αύξηση της εκμετάλλευσης και της εντατικοποίησης, κινούνται και οι προβλέψεις του νομοσχεδίου για αύξηση του αριθμού των υπερωριών σε 150 ώρες ετησίως, με ταυτόχρονη μείωση της αμοιβής που δικαιούνται οι εργαζόμενοι και με νομοθετική πρόβλεψη της δυνατότητας υπέρβασης ακόμη κι αυτού του ορίου των 150 ωρών σε περιπτώσεις -όπως οι ίδιοι τις ονομάζουν- «επείγουσας φύσης εργασίας», δηλαδή σχεδόν πάντα και σχεδόν για κάθε εργασία.
- Εδώ προστίθεται και η πρόβλεψη περί υποχρεωτικής παροχής πρόσθετης εργασίας για τους μερικά απασχολούμενους, η οποία πλέον συνδυάζεται και με την δυνατότητα παροχής της και σε ωράριο που δεν είναι συνεχόμενο με το κανονικό ωράριο εργασίας του εργαζόμενου. Δηλαδή, ο εργαζόμενος μπορεί να δουλεύει κανονικά 9 με 2 και να του πει ο εργοδότης ότι υπάρχει ανάγκη παροχής πρόσθετης εργασίας και στις ώρες 6 με 9 της ίδιας ημέρας, κάνοντας την ζωή του κυριολεκτικά λάστιχο.
- Την ίδια λογική υπηρετούν και οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για την κυριακάτικη αργία ή μάλλον καλύτερα για την κυριακάτικη εργασία. Η κυβέρνηση, παίρνοντας την σκυτάλη από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που νομιμοποίησε την δουλειά 32 Κυριακές τον χρόνο για τους εμποροϋπαλλήλους, δίνει τώρα το τελειωτικό χτύπημα στην κυριακάτικη αργία. Δίπλα στους μέχρι τώρα εργαζόμενους που ξέχασαν τι σημαίνει ξεκούραση την Κυριακή, προστίθενται δεκάδες επιπλέον κλάδοι και δραστηριότητες, όπως τα logistics, τα κέντρα δεδομένων και τα κέντρα κοινών υπηρεσιών ομίλων επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών τηλεφωνικού κέντρου εξυπηρέτησης και τεχνικής υποστήριξης πελατών, η παραγωγή έτοιμου σκυροδέματος, τα λατομεία εξόρυξης ορυκτών και μεταλλευτικών δραστηριοτήτων και πολλοί πολλοί ακόμη κλάδοι και δραστηριότητες, μετατρέποντας έτσι την κυριακάτικη αργία σε μία σπάνια εξαίρεση.
Πρόκειται για διατάξεις κομμένες και ραμμένες στις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου και της εργοδοσίας, που αποκαλύπτουν πανηγυρικά ότι στόχευση της κυβέρνησης με το νομοσχέδιο δεν είναι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, όπως διατυμπανίζει για να «χρυσώσει το χάπι», αλλά η απογείωση της «ευελιξίας» και της εντατικοποίησης στην εργασία, το χτύπημα των όποιων ελάχιστων δικαιωμάτων είχαν απομείνει για τους εργαζόμενους. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την νομοθετική πλέον υποβάθμιση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, ο ρόλος του οποίου βεβαίως είχε ούτως ή άλλως και βέβαια δικαιολογημένα αποδυναμωθεί και απαξιωθεί στην συνείδηση των εργαζομένων, με την μετατροπή του σε δήθεν “ανεξάρτητη αρχή” και την απόσυρση πλέον κάθε κρατικής ευθύνης, αντιλαμβανόμαστε τις συνθήκες της απόλυτης ομηρίας του εργαζόμενου στο αφεντικό του.
- Όσο δε για την ψηφιακή κάρτα που όπως λέει η κυβέρνηση «θα ελέγχει μεθόδους παράκαμψης της εργατικής νομοθεσίας», την υπέρβαση του νομίμου ωραρίου κ.λ.π. κ.λ.π., εδώ πραγματικά γελάνε και οι πέτρες. Λες και οι εργαζόμενοι δεν ξέρουν ότι οι τέτοιου είδους «ελεγκτικοί» εντός εισαγωγικών μηχανισμοί, αξιοποιούνται για το παραπέρα χτύπημα των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Η ψηφιακή κάρτα θα βρίσκεται στα χέρια του εργοδότη, ο οποίος θα είναι αυτός που θα την ενεργοποιεί και θα την απενεργοποιεί, οπότε και ο χρόνος εργασίας του εργαζόμενου θα αποδεικνύεται μόνο από ένα εργαλείο που θα βρίσκεται στα χέρια του αφεντικού του, με προφανή για όλους μας τον τρόπο που ο τελευταίος θα την χρησιμοποιεί. Δηλαδή η κάρτα θα βρίσκεται στο ON, για όση ώρα ο εργαζόμενος δουλεύει στο κανονικό ωράριό του και με το πάτημα ενός κουμπιού θα γυρίζει στο off για όλη την υπόλοιπη ώρα που ο εργαζόμενος θα ξεζουμίζεται στην υπερεργασία και στην υπερωρία. Όσο για τυχόν ελέγχους …. κανένας φόβος πλέον για τον εργοδότη, αφού οι ούτως ή άλλως ανύπαρκτοι στην πράξη ελεγκτικοί μηχανισμοί του ΣΕΠΕ βγαίνουν τελείως από την μέση.
- Μία επίσης από τις πιο σημαντικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου είναι η διάταξη με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «προστασία από τις απολύσεις». Για ποια προστασία μιλάνε, αφού όχι απλά δεν προστατεύονται οι εργαζόμενοι, αλλά αντίθετα δίνεται ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία στους εργοδότες να προχωρούν σε απολύσεις και να ξεμπερδεύουν γρήγορα και οριστικά από τους ανεπιθύμητους εργαζόμενους, χωρίς μάλιστα τον κίνδυνο της επαναπρόσληψής τους σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η απόλυσή τους. Τί ακριβώς προβλέπει η διάταξη; ότι ακόμη κι αν η απόλυση κριθεί άκυρη, δίνεται στον εργοδότη η δυνατότητα, έναντι κάποιου αντιτίμου, να μην ξαναπροσλάβει τον απολυμένο, ο οποίος χάνει έτσι και την εργασία του και τους μισθούς υπερημερίας που θα δικαιούνταν να λάβει μετά από μία θετική δικαστική απόφαση, με τον εργοδότη έτσι να ξεμπερδεύει μία και καλή. Και μάλιστα αυτή η ρύθμιση έρχεται να προστεθεί σε μία πραγματικότητα που ήδη είναι ελάχιστες οι υποθέσεις που φτάνουν τελικά στα πολύ κοστοβόρα για τον απολυμένο εργαζόμενο δικαστήρια και ακόμη λιγότερες αυτές που αποφαίνονται θετικά υπέρ του εργαζόμενου.
- Άλλο πλήγμα για τα εργασιακά δικαιώματα είναι και οι διατάξεις για την γενίκευση της πολυδιαφημιζόμενης τελευταία τηλεργασίας. Το «δικαίωμα στην αποσύνδεση», που υποτίθεται ότι διασφαλίζεται στον εργαζόμενο, είναι το «τυράκι στην φάκα» για να περάσει όλο το νομοθετικό πλαίσιο που μονιμοποιεί και επεκτείνει στο έπακρο τη νέα αυτή μορφή «ευελιξίας», που εγκαινιάστηκε σε συνθήκες πανδημίας και η οποία ωφελεί διπλά και τριπλά τους εργοδότες, αυξάνοντας την εντατικοποίηση της εργασίας, σβήνοντας τα όρια μεταξύ εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου.
- Μία από τις πλέον εμβληματικές στοχεύσεις του νομοσχεδίου είναι το συντριπτικό χτύπημα της συνδικαλιστικής δράσης και του συνδικαλιστικού κινήματος, η ωμή επέμβαση στην λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που θέλουν να τις βάλουν ακόμη περισσότερο κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, η επιβολή «σιγής νεκροταφείου» στους χώρους δουλειάς.
Μόνο ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποιες:
- Μειώνεται ο αριθμός των μελών της διοίκησης που προστατεύονται από την απόλυση, όπως επίσης και ο αριθμός των προστατευόμενων ιδρυτικών μελών υπό σύσταση συνδικαλιστικής οργάνωσης
- Διευκολύνεται η απόλυση των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών. Μέχρι σήμερα η απόλυσή τους επιτρεπόταν μόνο για συγκεκριμένους και περιοριστικά αναφερόμενους λόγους και ύστερα από προσφυγή του εργοδότη στην Eπιτροπή του άρθρου 15, στην οποία συμμετείχαν και δικαστές, που έκρινε της βασιμότητα του επικαλούμενου από τον εργοδότη λόγου απόλυσης. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, κυρίως με την επίκληση οικονομοτεχνικών λόγων και στην βάση της αρνητικής νομολογίας που έχει διαμορφωθεί, οι εργοδότες παρέκαμπταν την υποχρέωσή τους αυτή, δηλαδή απέλυαν συνδικαλιστικά στελέχη επειδή δήθεν για οικονομικούς λόγους έκλειναν τα τμήματα των επιχειρήσεων στα οποία εργάζονταν οι συνδικαλιστές που ήθελαν να διώξουν. Σήμερα, καταργείται πλήρως η Επιτροπή του άρθρου 15 και η απόλυση προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους είναι δυνατή για οποιοδήποτε σπουδαίο λόγο. Έτσι οι εργοδότες θα μπορούν πλέον να ξεφορτώνονται πιο γρήγορα και πιο εύκολα τις ενοχλητικές για τα υπερκέρδη τους φωνές στους χώρους δουλειάς.
- Άλλη ρύθμιση που χτυπάει ευθέως την συνδικαλιστική δράση είναι η διευκόλυνση για μετάθεση των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών, που πλέον μπορεί να επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση της συνδικαλιστικής του οργάνωσης. Στην πράξη δηλαδή, νομιμοποιείται ο εργοδότης να λειτουργεί εκδικητικά απέναντι στον εργαζόμενο λόγω της συνδικαλιστικής του ιδιότητας και δράσης, μεταβάλλοντας τον τόπο παροχής της εργασίας του, που μπορεί να είναι πλέον και στην άλλη άκρη της χώρας, όπως επίσης διευκολύνεται στο να αποδυναμώνει και με τον τρόπο αυτό την συνδικαλιστική δράση στους κόλπους της επιχείρησής του
- Eπίσης καταργείται το δικαίωμα των σωματείων να έχουν πίνακες ανακοινώσεων μέσα στους χώρους δουλειάς και πλέον οι ανακοινώσεις τους θα αναρτώνται μόνο ηλεκτρονικά σε ιστότοπο, είτε του διαδικτύου είτε της ίδιας της επιχείρησης, τον οποίο θα παρέχει ο εργοδότης με προφανή βέβαια τον εργοδοτικό έλεγχο
- Ακόμα καταργούν ουσιαστικά το δικαίωμα των σωματείων να διανέμουν ανακοινώσεις μέσα στους χώρους δουλειάς, αφού ο εργοδότης θα είναι αυτός που πλέον θα καθορίζει τους συγκεκριμένους χώρους του τόπου εργασίας που θα μπορούν να διανέμουν σωματειακό υλικό. Και βέβαια, δεν θα νιώσουμε καμία έκπληξη εάν ο χώρος που θα καθορίσει ο εργοδότης, θα είναι το προαύλιο σε μέρα βροχής
- Επιπλέον απαγορεύεται η αποκάλυψη από τα σωματεία, χωρίς την συναίνεση του εργοδότη, πληροφοριών, που μπορεί να έχουν επιβλαβείς συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης. Είναι προφανές ότι στην διάταξη αυτή μπορεί να χωρέσει κάθε ανακοίνωση του σωματείου, στην οποία καταγγέλλεται για παράδειγμα η μη καταβολή δεδουλευμένων ή ομαδικές απολύσεις. Επιχειρούν δηλαδή και με αυτό τον τρόπο να «φιμώσουν» την συνδικαλιστική δράση και να την περιορίσουν σε ανώδυνα για την επιχείρηση «κανάλια». Και σε περίπτωση μη «συμμόρφωσης» των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ανοίγει ο δρόμος για την επιβολή ποινών σε βάρος τους, αλλά και για την διεκδίκηση αποζημιώσεων από τα σωματεία για την αποκατάσταση της δήθεν τρωθείσας ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης.
- Εκτός όμως από τα παραπάνω, με το νομοσχέδιο – έκτρωμα επιχειρείται να τεθεί ακόμα περισσότερο υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, η λειτουργία και δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων μέσα από το «φακέλωμά» τους στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων, το οποίο βέβαια έχει ήδη προβλεφθεί νομοθετικά. Πλέον η εγγραφή των σωματείων στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων αντικαθιστά την εγγραφή τους στο ειδικό βιβλίο σωματείων που τηρείται σε κάθε Πρωτοδικείο. Επίσης, τόσο η εγγραφή στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, όσο και η έγκαιρη επικαιροποίηση της εγγραφής αυτής με όλα τα στοιχεία που προβλέπονται στο νομοσχέδιο, αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για να μπορούν τα σωματεία να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, ακόμη και για να προκηρύσσουν απεργίες. Μεταξύ των πολλών άλλων στοιχείων που πρέπει να καταχωρούνται και να αναρτώνται στο Γενικό Μητρώο, το φακέλωμα συμπεριλαμβάνει και τα στοιχεία των μελών της Διοίκησης, τον αριθμό των ταμειακά εντάξει μελών και των μελών που ψήφισαν στις εκλογές, τα πρακτικά των αρχαιρεσιών, τις οικονομικές καταστάσεις κ.α.
- Επίσης προβλέπουν υποχρεωτικότητα για την ψηφιακή τήρηση και του Μητρώου μελών των σωματείων και θεσπίζουν την δυνατότητα οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον να πληροφορείται τα στοιχεία αυτά. Κοινώς, δίνεται η δυνατότητα στους εργοδότες να έχουν ανά πάσα ώρα και στιγμή, πλήρη εικόνα για το συνδικαλιστικό προφίλ των εργαζομένων, ώστε να μπορούν να τους ξεφορτώνονται γρήγορα και εύκολα, πριν καν δηλαδή αρχίσει η φωνή τους να έχει απήχηση στους υπόλοιπους εργαζόμενους της επιχείρησης.
- Το φακέλωμα των σωματείων και των μελών τους προχωράει ένα ακόμη βήμα παραπέρα, αφού καθίσταται υποχρεωτική η παροχή της δυνατότητας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας τόσο στις Γενικές Συνελεύσεις των σωματείων, όσο και στις εκλογές των συνδικαλιστικών οργάνων, δυνατότητα που θα πρέπει μάλιστα να προβλέπεται ρητά και στο καταστατικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Πρόκειται για διάταξη απόλυτα εχθρική για τα συμφέροντα των εργαζομένων και το συνδικαλιστικό κίνημα. Η ηλεκτρονική ψηφοφορία, ανοίγει καταρχάς τον δρόμο στην άμεση παρέμβαση της εργοδοσίας στις συλλογικές διαδικασίες των σωματείων, αφού πλέον ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του, θα μπορούν να παρεμβαίνουν ευθέως κι άμεσα στην διαμόρφωση της ψήφου των εργαζομένων, στρώνοντας το δρόμο για την ένταση της εργοδοτικής τρομοκρατίας, των απειλών κι εκβιασμών της εργοδοσίας. Πέρα όμως από τα ζητήματα ασφάλειας και γνησιότητας των ψηφοφοριών, που δικαιολογημένα εγείρει η ηλεκτρονική ψηφοφορία, το κύριο και βασικό είναι ότι υπονομεύει την ίδια την λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Βάζει στο στόχαστρο την συλλογική δημοκρατική λειτουργία των συνδικάτων, τις ζωντανές διαδικασίες τους, με φυσική παρουσία των εργαζομένων, ανταλλαγή επιχειρημάτων και απόψεων, συλλογική απόφαση και διαμόρφωση των αιτημάτων, των μορφών δράσης κ.λ.π. Επιδίωξή τους λοιπόν είναι να διαμορφώσουν εργαζόμενους απομονωμένους από κάθε έννοια συλλογικής δράσης, να κόψουν τους δεσμούς των ίδιων των εργαζόμενων μεταξύ τους, να θέσουν εμπόδια στην συλλογική τους έκφραση, στην συλλογική οργάνωση της πάλης τους απέναντι στην εργοδοσία και στο κεφάλαιο.
Προφανώς για την κυβέρνηση και την εργοδοσία:
– δεν ήταν αρκετές όλες οι απεργοκτόνες αλλαγές που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια
– δεν ήταν αρκετές οι δικαστικές αποφάσεις που κατά ποσοστό 90% κρίνουν τις απεργίες παράνομες ή/και καταχρηστικές, τις περισσότερες φορές μάλιστα στην βάση των ασφυκτικών προϋποθέσεων και περιορισμών που έθετε στο απεργιακό δικαίωμα και ο νόμος 1264/1982
– δεν ήταν αρκετή ούτε η μνημειώδης ομολογουμένως, απεργοκτόνα διάταξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ περί υποχρεωτικής συμμετοχής στην Γενική Συνέλευση που αποφασίζει απεργία τουλάχιστον του 50% των οικονομικά ενεργών μελών του πρωτοβάθμιου σωματείου
Θέλουν τώρα να βάλουν οριστική ταφόπλακα στο απεργιακό δικαίωμα.
Προβλέπουν λοιπόν:
- την επέκταση της υποχρέωσης της 24ωρης προειδοποίησης του εργοδότη που ισχύει στην απεργία και για τις στάσεις εργασίας
- την με δικαστικό επιμελητή έγγραφη κοινοποίηση της απεργίας και των στάσεων εργασίας στον εργοδότη και τους λόγους που την θεμελιώνουν (!!!), θέτοντας έτσι επιπρόσθετα εμπόδια στο απεργιακό δικαίωμα και δίνοντας περισσότερα πολεμοφόδια στις φαρέτρες των εργοδοτών για να πετυχαίνουν την κήρυξη μίας απεργίας ως παράνομης
- την θεσμοθέτηση για τις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, ενός απεργοσπαστικού μηχανισμού που οδηγεί στην ματαίωση του απεργιακού δικαιώματος. Συγκεκριμένα, εισάγεται η έννοια της «ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας σε κλάδους κοινής ωφέλειας κατά την διάρκεια της απεργίας», σύμφωνα με την οποία το σωματείο θα πρέπει να διασφαλίζει σε μέρα απεργίας την διάθεση προσωπικού για την κάλυψη του 1/3 τουλάχιστον της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, και μάλιστα επιπλέον του συνηθισμένου προσωπικού ασφαλείας. Έτσι η απεργία μετατρέπεται σε «συμβολική πράξη» με το κράτος να νομοθετεί το «ανεκτό ποσοστό απεργίας». Και βεβαίως οι εργαζόμενοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η εφαρμογή του μέτρου αυτού στις ΔΕΚΟ, δεν θα περιοριστεί μόνο εκεί αλλά σταδιακά θα γενικευτεί.
- προβλέπουν επίσης, ότι τα σωματεία είναι υπεύθυνα τόσο για καθορισμό του προσωπικού ασφαλείας και του προσωπικού στοιχειώδους λειτουργίας, όσο και για την πραγματική διάθεσή τους στον εργοδότη, με ποινή μάλιστα ακυρότητας της απεργίας, δηλαδή νομιμοποιούν έναν απεργοσπαστικό μηχανισμό.
- Ξεχωριστή θέση στο νομοσχέδιο έχει το άρθρο 92, που φέρει τον εύηχο τίτλο «Προστασία του δικαιώματος στην εργασία», ενώ θα έπρεπε κανονικά να τιτλοφορείται: «προστασία του δικαιώματος στην απεργοσπασία». Προβλέπεται ότι το σωματείο που προκηρύσσει την απεργία, υποχρεούται να προστατεύσει το δικαίωμα των απεργοσπαστών να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα από την εργασία τους, χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχικής βίας, με ποινή επίσης ακυρότητας της απεργίας. Πρόκειται για άθλια κι επικίνδυνη διάταξη, που παρουσιάζει την δράση των σωματείων περίπου…ως εγκληματική ενέργεια, αποκαλύπτοντας το μίσος εργοδοτών και κυβερνήσεων απέναντι στην οργανωμένη – συλλογική διεκδίκηση. Όσο για τις δυνατότητες αξιοποίησής της από τους εργοδότες .. αυτές είναι πραγματικά αναρίθμητες!!!!! Ακόμη και η ανάρτηση ενός πανό έξω από έναν εργασιακό χώρο ή η διανομή ανακοινώσεων του σωματείου με την οποία θα καλούνται οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν στην απεργία, θα επιδιωχθεί να θεωρηθεί ως ψυχολογική βία, οδηγώντας στην κήρυξη της απεργίας ως παράνομης.
Αυτά κι άλλα πολλά, εξίσου προκλητικά για την ζωή και τα δικαιώματα των εργαζομένων, περιέχονται στο νομοσχέδιο – έκτρωμα της κυβέρνησης, που σίγουρα δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία, ούτε βεβαίως ελληνική πρωτοτυπία. Οι «κατευθυντήριες γραμμές» που αποτυπώνονται διαχρονικά στην αλληλουχία των διαρκώς επιδεινούμενων αντεργατικών νομοθετικών παρεμβάσεων,περιγράφονται στα στρατηγικά κείμενα της ΕΕ ως «εγχειρίδιο» για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου απέναντι στους ανταγωνιστές του, επιβεβαιώνοντας ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων και τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν μπορούν να συναντηθούν πουθενά. Με το ίδιο «εγχειρίδιο», υπηρετώντας την ίδια πολιτική, «δούλεψαν» όλες οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, όπως και αν αυτοαποκαλούνται (νεοφιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές, συντηρητικές ή «προοδευτικές» κ.ά.), όπως κι αν βαφτίζουν το μείγμα της αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόζουν (επεκτατικό ή περιοριστικό).
Το ίδιο το νομοσχέδιο αποδεικνύει ότι για την ευρωπαϊκή ένωση, την κυβέρνηση και την εργοδοσία «εκσυγχρονισμός» είναι η απλήρωτη δουλειά, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, οι άνευρες έως και «γραφικές» απεργίες με τις επιχειρήσεις να λειτουργούν κανονικά, το φακέλωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των στελεχών τους, η παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης.
Όμως για τους εργαζόμενους και τον λαό μας το πραγματικό σύγχρονο και ρεαλιστικό είναι με βάση την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας να δουλεύουμε λιγότερο, εξασφαλίζοντας περισσότερο και πιο ποιοτικό ελεύθερο χρόνο. Να έχουμε, εμείς και οι οικογένειές μας, υψηλό βιοτικό επίπεδο, δωρεάν, υψηλού επιπέδου υγεία και παιδεία, δωρεάν πρόσβαση στον αθλητισμό, στον πολιτισμό, στις διακοπές, στην αναψυχή.
Η πραγματικότητα που ζούμε, δεν συμβαδίζει με την κοινωνική εξέλιξη, με τη δυνατότητα που υπάρχει σήμερα να καλυφθούν οι πολύπλευρες ανάγκες του λαού και της νέας γενιάς. Αυτές οι δυνατότητες, αντί να απελευθερωθούν, αξιοποιούνται από τους καπιταλιστές ως πεδία κερδοφορίας και εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα οι νέοι να ζούμε χειρότερα από τους γονείς και τους παππούδες μας! Μόνο αν φύγει από τη μέση το κυνήγι του κέρδους των λίγων θα μπουν στο επίκεντρο ο άνθρωπος και οι ανάγκες του, θα μπει φραγμός στην εκμετάλλευση και θα γίνει πραγματικότητα η ζωή που μας αξίζει!
Οι εργαζόμενοι, μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι, γνωρίζουμε καλά πως όσα δικαιώματα και κατακτήσεις κερδήθηκαν ήταν αποτέλεσμα σκληρών ταξικών αγώνων. Η οργάνωση στα σωματεία, η συμμετοχή στις μαζικές, συλλογικές διαδικασίες τους, ο συλλογικός, ταξικά προσανατολισμένος αγώνας, είναι τα όπλα των εργαζομένων. Σήμερα είναι ώρα ευθύνης και μάχης για όλους μας. Ευθύνης απέναντι σε όσα δικαιώματα και κατακτήσεις κερδήθηκαν εδώ και πάνω από έναν αιώνα, αλλά και μάχης γιατί δεν θα δεχθούμε να ζήσουμε σαν σκλάβοι στον 21ο αιώνα.
Ομιλία στην εκδήλωση του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων με θέμα «ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΛΕΜΕ ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ» (22-5-2021, Πλ. Μητροπόλεως)