Δήλωση του Δημήτρη Νταφόπουλου
υποψηφίου συμβούλου με την Αγωνιστική Συσπείρωση Δικηγόρων Θεσσαλονίκης
Ως Αγωνιστική Συσπείρωση Δικηγόρων δεν φιλοδοξούμε να εκφράσουμε ένα δήθεν ενιαίο «δικηγορικό σώμα» με δήθεν ίδια συμφέροντα. Σε έναν κλάδο στον οποίο βαθαίνει η οικονομική διαστρωμάτωση τα στρατόπεδά μας είναι διαφορετικά. Και ειδικά στην περίπτωση της μισθωτής δικηγορίας και της άσκησης δεν είναι απλώς διαφορετικά αλλά ευθέως αντιτιθέμενα – η σύγκρουση είναι ταξική.
Η απερχόμενη ηγεσία του Δ.Σ.Θ. και οι υπόλοιπες δυνάμεις αρνούνται ακόμη και την ύπαρξη του ζητήματος της μισθωτής δικηγορίας. Στη δική τους οπτική η δικηγορία είναι από τη φύση της ασύμβατη με την εξαρτημένη – μισθωτή εργασία, με αποτέλεσμα οι μισθωτοί δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλους δικηγόρους ή δικηγορικές εταιρίες να βαφτίζονται αδιακρίτως ως «συνεργάτες», οπτική η οποία έχει μάλιστα βρει θεσμική αποτύπωση στον Κώδικα Δικηγόρων (αρ. 48).
Παρ’ όλα αυτά, τα ιδεολογήματα για δήθεν ανεξάρτητη «συνεργασία» τα έχει ξεπεράσει η ίδια η ζωή. Όλο και περισσότεροι δικηγόροι, στην πλειοψηφία τους νέοι, παρέχουν τις υπηρεσίες τους αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε έναν μόνο δικηγόρο ή δικηγορική εταιρία (ή και τρίτο) έχοντας τον μισθό αυτό ως βασική ή και αποκλειστική πηγή του εισοδήματός τους. Ο εργοδότης τους «αγοράζει» τις επιστημονικές γνώσεις τους, την επαγγελματική τους ικανότητα, την εργατική τους δύναμη έναντι μισθού, είτε αυτός δίνεται με «μπλοκάκι», είτε με το «κομμάτι». Έτσι, πίσω από την ιδεοληπτική και υποκριτική άρνησή των υπολοίπων δυνάμεων να αναγνωρίσουν τις νέες σχέσεις εργασίας, στρώνεται το έδαφος για τη διαμόρφωση ορισμένων από τις χειρότερες σχέσεις εκμετάλλευσης: de facto εξαρτημένη εργασία χωρίς ωράριο, χωρίς άδειες, με μισθούς 400-500 ευρώ και ασφαλιστικές εισφορές που βαραίνουν τον μισθωτό, κατάσταση που χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο στην περίοδο της πανδημίας.
Απέναντι στην κατάσταση αυτή η δική μας στάση είναι ξεκάθαρη: Αγωνιζόμαστε για να αναγνωριστεί η μισθωτή δικηγορία τυπικά και ουσιαστικά ως αυτό που πράγματι είναι, ως σχέση εξαρτημένης εργασίας. Αγωνιζόμαστε για την πλήρη εφαρμογή αλλά και διεύρυνση του προστατευτικού πλαισίου της εργατικής νομοθεσίας στους μισθωτούς δικηγόρους: 7ωρο-5ήμερο-35ωρο. Βασικός μισθός ανάλογος με την εξειδικευμένη φύση της εργασίας του μισθωτού. Αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης. Άδειες, επίδομα αδείας και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα. Υποχρεωτική κάλυψη των 2/3 της ασφαλιστικής εισφοράς του μισθωτού δικηγόρου από τον εργοδότη και φορολόγηση ως μισθωτού. Όχι στις αναστολές συμβάσεων, την εκ περιτροπής εργασίας και τη μονιμοποίηση της τηλεργασίας. Αγωνιζόμαστε τέλος για υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για την κατοχύρωση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των μισθωτών δικηγόρων, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή απασχόλησής τους.
Άλλωστε, η κατάσταση αυτή γίνεται ακόμη πιο ζοφερή στην περίπτωση των ασκούμενων δικηγόρων. Η κυρίαρχη αφήγηση θέλει την άσκηση να μην αποτελεί μισθωτή (εξαρτημένη) εργασία, αλλά «μαθητεία». Η ίδια η πραγματικότητα όμως καταρρίπτει τον μύθο αυτό. Η δικηγορική άσκηση αποτελεί σήμερα τη μοναδική μορφή «πρακτικής» η οποία τοποθετείται μετά τη λήψη του πτυχίου Νομικής. Το βάρος της εποπτείας για το τι γνώσεις θα αποκομίσει ο ασκούμενος δεν ανήκει στον κατεξοχήν ακαδημαϊκό φορέα, δηλαδή το Πανεπιστήμιο, αλλά στους Δικηγορικούς Συλλόγους. Αυτοί με τη σειρά τους δεν ασκούν κανένα ουσιαστικό έλεγχο στις γνώσεις που αποκτά ο ασκούμενος κατά τη διάρκεια της άσκησής του, με αποτέλεσμα ο μέσος ασκούμενος δικηγόρος να απομένει εκτεθειμένος στην «ατομική διαπραγμάτευση» με τον ασκούντα δικηγόρο – εργοδότη του. Έτσι, πάνω στο υπαρκτό κενό που αφήνει η διάσταση των προγραμμάτων σπουδών των νομικών σχολών με τη δικηγορική πρακτική της καθημερινότητας, δημιουργείται ένα μεταβατικό στάδιο «μαθητείας», το οποίο ούτε στο πτυχίο εντάσσεται ούτε εργασία θεωρείται, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα μόνιμο, φθηνό και αναλώσιμο εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό, είτε για τα συμφέροντα των εταιριών – εργοδοτών είτε για την κάλυψη κενών στον κρατικό μηχανισμό. Ξύνοντας λοιπόν την επιφάνεια του ιδεολογήματος περί «μαθητείας» αυτό που απομένει δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία από τις πιο βάρβαρες μορφές εργατικής εκμετάλλευσης.
Ως Αγωνιστική Συσπείρωση Δικηγόρων αγωνιζόμαστε με κάθε μέσο για την ανατροπή της κατάστασης αυτής: Λέμε όχι στην αποσύνδεση πτυχίου – επαγγέλματος, μόνη προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος με πλήρη δικαιώματα να είναι το πτυχίο. Ζητούμε κατάργηση της άσκησης με την παρούσα μορφή και ένταξή της σε αναβαθμισμένο πρόγραμμα σπουδών που θα συνδέει την θεωρητική γνώση με την πρακτική εφαρμογή της. Μέχρι την κατάργησή της, αγωνιζόμαστε να κατοχυρωθούν τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των ασκουμένων, όπως και σε όλους τους μισθωτούς συναδέλφους.
Οι θέσεις μας δεν διασπούν την υποτιθέμενη ενότητα του κλάδου, αφού η τελευταία είναι ψευδεπίγραφη. Αντίθετα, οι υπόλοιπες δυνάμεις είναι αυτές που εγκλωβίζοντάς μας όλους κάτω απ’ την ίδια «στέγη», αντί να εξυπηρετούν τα συμφέροντα όλων μας, στην πραγματικότητα θυσιάζουν τις ανάγκες των πολλών στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των λίγων. Άλλωστε, δεν είναι σπάνιο η «ενότητα» αυτή να «πηγαίνει περίπατο» όταν προτείνονται μέτρα για τον «αποπληθωρισμό» του κλάδου, τα οποία συχνότερα αποκλείουν τους ασθενέστερους (και συνήθως νεότερους) συναδέλφους (π.χ. αυστηροποίηση εξετάσεων άδειας άσκησης επαγγέλματος, προϋποθέσεων εγγραφής στα σεμινάρια για το κτηματολόγιο κ.ο.κ.).
Αντίθετα, το δικό μας «όλοι μαζί» σημαίνει «οι πολλοί, με τα κοινά προβλήματα, παλεύουμε μαζί, συγκρουόμαστε με την πολιτική που μας συνθλίβει». Οι θέσεις μας, αντί να μας εγκλωβίζουν σε μία συντεχνιακή λογική, ανοίγουν δρόμο για τη συμπόρευση με άλλους εργαζομένους που αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα, όπως εργαζόμενοι με «μπλοκάκι» και φοιτητές σε πρακτική άσκηση. Σήμερα που η μισθωτή δικηγορία όλο και περισσότερο παύει να αποτελεί ένα προσωρινό, εξαιρετικό, μεταβατικό στάδιο μεταξύ της άσκησης και της αυτοαπασχόλησης, αλλά αποτελεί τον μόνιμο κανόνα για τους περισσότερους νέους συναδέλφους, η ρύθμιση της μορφής της και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους, αποτελεί καρπό της ανάγκης, που σε άλλους κλάδους έχει κατακτηθεί με την ανυποχώρητη πάλη των εργαζομένων. Για αυτό, βγαίνουμε μπροστά, ενάντια στις ηγεσίες που σφυρίζουν αδιάφορα! Η ίδρυση του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων στην Αττική, οι νίκες που στο σύντομο διάστημα ύπαρξής του έχει ήδη πετύχει μας δείχνουν ότι ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός.
ΟΡΓΑΝΩΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΑΣ!
ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ!