Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου», 2-3 Δεκέμβρη 2023
Εκτεταμένες και σοβαρές αντιδραστικές αλλαγές φέρνει το νομοσχέδιο για τους Ποινικούς Κώδικες, που έδωσε πριν λίγες μέρες η κυβέρνηση στη δημόσια διαβούλευση.
Οι τροποποιήσεις τόσο στον Ποινικό Κώδικα όσο και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κινούνται στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης των ποινών, της εισαγωγής νέων αδικημάτων, της παραπέρα συρρίκνωσης ουσιαστικών και δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων, της όρθωσης νέων εμποδίων στην πρόσβαση των οικονομικά πιο αδύναμων στη Δικαιοσύνη.
Συγκεκριμένα, με βάση τις τροποποιήσεις που εισάγονται στον Ποινικό Κώδικα:
Αυξάνεται το ανώτατο όριο της κάθειρξης (δηλαδή για τα κακουργήματα) στα 20 έτη. Επαναφέρεται ως παρεπόμενη ποινή αλλά και ως μέτρο ασφαλείας η δικαστική απέλαση αλλοδαπού. Μειώνεται το ανώτατο όριο για το οποίο επιτρέπεται η αναστολή της ποινής σε 1 έτος, ενώ για τις ποινές πάνω από 3 έτη επιβάλλεται υποχρεωτικά η έκτισή τους στη φυλακή.
Είναι φανερό ότι, με βάση τη λογική του νομοσχεδίου, η αυστηροποίηση των ποινών προκρίνεται ως δήθεν το μοναδικό αποτελεσματικό «φάρμακο» για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Αποσπά την επιβολή της ποινής από την ανάγκη διαμόρφωσης ενός συνολικού σχεδίου, που θα περιλαμβάνει την πρόληψή της, τον πραγματικό σωφρονισμό των παραβατών, την επανένταξη στην κοινωνική ζωή των κρατουμένων, με ουσιαστικά μέτρα στήριξης. Ενας σχεδιασμός του οποίου η υλοποίηση προϋποθέτει τη δημιουργία της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής και την πρόσληψη του αντίστοιχου επιστημονικού προσωπικού. Αυτός όμως απουσιάζει πλήρως από την πολιτική της κυβέρνησης, όπως φυσικά και των προηγούμενων.
Αντίστοιχα, για μια ακόμα φορά η νομοθετική παρέμβαση στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας περιορίζεται στην αυστηροποίηση των ποινών, που με βάση και την πείρα όλων των τελευταίων χρόνων δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Και σε αυτή την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα η αυστηροποίηση των ποινών χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της σχεδιασμένης κρατικής παρέμβασης για την πρόληψη αυτών των εγκλημάτων και της αναγκαίας δημιουργίας ουσιαστικών και επαρκών κρατικών υποδομών στήριξης των θυμάτων της.
Ταυτόχρονα, ενισχύεται το κατασταλτικό πλαίσιο απέναντι στους αγώνες του εργατικού και λαϊκού κινήματος, όπως, για παράδειγμα, η νέα διάταξη για τη διατάραξη λειτουργίας νοσοκομείου, αλλά και απέναντι στους δημοσιογράφους, με την πρόβλεψη ότι για τα πλημμελήματα της δημόσιας δυσφήμισης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, οι δημοσιογράφοι θα σέρνονται στη φυλακή και μάλιστα η απόφαση θα ανήκει σε έναν και μόνο δικαστή.
Στην ίδια κατεύθυνση, ιδιαίτερα προβληματική και επικίνδυνη είναι η διάταξη για την υποχρεωτική πραγματική έκτιση της ποινής όταν υπερβαίνει τα 3 έτη, δηλαδή για μια σειρά πλημμελήματα, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί, ανάμεσα στα άλλα, για την ένταση της κρατικής καταστολής και της εργοδοτικής τρομοκρατίας, σε υποθέσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Παράλληλα, η κυβέρνηση παραγνωρίζει τον υπερκορεσμό των φυλακών και τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν σε αυτές. Και βέβαια, η λύση δεν είναι το χτίσιμο περισσότερων φυλακών, όπως, σύμφωνα με δημοσιεύματα, σχεδιάζει η κυβέρνηση μέσω των γνωστών ΣΔΙΤ, για να θησαυρίσουν οι επιχειρηματίες που θα τις αναλάβουν.
Παραπέρα, με βάση τις τροποποιήσεις που εισάγονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:
Επιβάλλονται ή αυξάνονται μια σειρά νέα παράβολα – «χαράτσια», όπως για την υποβολή μήνυσης, προσφυγής κατά αρχειοθέτησης μήνυσης, αίτησης εξαίρεσης δικαστή, αναβολής λόγω συμμετοχής δικηγόρου σε άλλη δίκη κ.ά. Επαναφέρεται η μετατροπή της ποινής σε χρηματική, αυξάνονται γενικότερα τα δικαστικά έξοδα. Στην πραγματικότητα, με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της «δικομανίας» των πολιτών, ορθώνονται νέα εμπόδια στην πρόσβαση των οικονομικά πιο αδύναμων στη Δικαιοσύνη.
Μειώνεται ο αριθμός των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων, τόσο για την εκδίκαση πλημμελημάτων όσο και κακουργημάτων. Πιο συγκεκριμένα, διευρύνεται η αρμοδιότητα τόσο των μονομελών πλημμελειοδικείων όσο και των μονομελών εφετείων κακουργημάτων, σε βάρος των αντίστοιχων τριμελών, ενώ η έφεση σε απόφαση του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων θα εκδικάζεται πάλι από το ίδιο δικαστήριο, αντί για το πενταμελές, απλά με τη συμμετοχή διαφορετικών δικαστών. Με προκλητικά επιχειρήματα, περί δήθεν διακοσμητικού ρόλου των δικαστών στις πολυμελείς συνθέσεις και στο όνομα της εξοικονόμησης αριθμού δικαστών, υπονομεύεται με τον τρόπο αυτό η ποιότητα των ποινικών αποφάσεων, ακόμη και για σοβαρά αδικήματα.
Ορίζεται για τους αστυνομικούς και άλλους προανακριτικούς υπαλλήλους που έχουν καταθέσει στην προδικασία η εξαίρεσή τους από την κλήση και εξέτασή τους στο ακροατήριο! Πρόκειται για απαράδεκτη διάταξη, που καθιερώνει ειδική κατηγορία μαρτύρων, των οποίων η προδικαστική κατάθεση δεν μπορεί ουσιαστικά να αμφισβητηθεί στο ακροατήριο, μέσα από την υποβολή ερωτήσεων κ.λπ., όπως συμβαίνει με όλους τους μάρτυρες.
Αυξάνονται τα ελάχιστα όρια για την άσκηση έφεσης. Ετσι, στο όνομα της μείωσης της δικαστηριακής ύλης, συρρικνώνεται το δικαίωμα του κατηγορούμενου να κριθεί η υπόθεσή του και σε δεύτερο βαθμό.
Καθιερώνεται η δυνατότητα εξέτασης μάρτυρα αλλά και απολογίας κατηγορουμένου με «εικονοτηλεδιάσκεψη», με προφανή και σοβαρό κίνδυνο για την πραγματική και ανεπηρέαστη εκδήλωση της βούλησής τους, αλλά και τη δημιουργία ασφαλούς εκτίμησης από το δικαστήριο για τα λεγόμενά τους.
Αυτός ο αντιδραστικός χαρακτήρας των αλλαγών δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από τα σαθρά επιχειρήματα και προσχήματα της κυβέρνησης περί αντιμετώπισης της «ατιμωρησίας» των παραβατών του νόμου, της «δικομανίας» των πολιτών. Ενώ, για μια ακόμα φορά γίνεται φανερό ότι η επίκληση της ανάγκης «επιτάχυνσης» της Δικαιοσύνης συνεπάγεται την ένταση της αντιλαϊκής πολιτικής, όπως επιτάσσουν οι αντιλαϊκές δεσμεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, της Διεθνούς Τράπεζας και άλλων διεθνών και εγχώριων θεσμών του συστήματος. Ο βαθιά αντιδραστικός και αντιλαϊκός χαρακτήρας και αυτών των αλλαγών πρέπει να καταδικαστεί από τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, τον προοδευτικό νομικό κόσμο.