Εκδήλωση για τις αντιδραστικές εξελίξεις στην ποινική δικαιοσύνη και τις αλλαγές στους ποινικούς κώδικες διοργάνωσε η Τ.Ο. Δικαιοσύνης του ΚΚΕ στις 14 Μαρτίου στην ΕΣΗΕΑ. Η κεντρική εισήγηση έγινε από τον Μάνο Μαλαγάρη, μέλος του Τμήματος Δικαιοσύνης της ΚΕ του ΚΚΕ, ενώ παρεμβάσεις έγιναν από τον Άγγελο Βρεττό, μέλος του Τμήματος Δικαιοσύνης της ΚΕ του ΚΚΕ και τον Χάρη Στρατή, στέλεχος του ΚΚΕ. Στη συνέχεια ακολούθησε πλούσια συζήτηση με τοποθετήσεις από τους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση. Παραθέτουμε ολόκληρη την εισήγηση του Μ. Μαλαγάρη:
«Για μια ακόμη φορά, τα τελευταία έτη, (ίσως η 7η υπό την παρούσα κυβέρνηση) ερχόμαστε να συζητήσουμε για εκτεταμένες, αντιδραστικές αλλαγές στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Οι διαρκείς αυτές αλλαγές φυσικά και δεν μας ξενίζουν καθόσον το ποινικό δίκαιο ως ζωντανός οργανισμός παρακολουθεί στενά τις συντελούμενες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις (όπως φυσικά και οι υπόλοιπες μορφές δικαίου). Άλλωστε το ποινικό δίκαιο ανήκει στον σκληρό πυρήνα του κρατικού μηχανισμού με βασική αποστολή την με βίαιο τρόπο διατήρηση και αναπαραγωγή των κυρίαρχων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και την επιβολή κοινωνικής ειρήνης εντός και εκτός εισαγωγικών.
Υπό αυτό το πρίσμα δεν μας αιφνιδίασαν οι τελευταίες αλλαγές που κατά κοινή ομολογία πανεπιστημιακών, δικηγόρων ακόμη και αρκετών δικαστών, κατατείνουν σε ένα ακόμα πιο αυστηρό πλαίσιο ποινικής μεταχείρισης από άποψη ουσιαστικού δικαίου ενώ παράλληλα αφαιρούνται ή περιορίζονται μια σειρά δικονομικά δικαιώματα και εγγυήσεις των κατηγορουμένων.
Στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου μπορούμε να σταχυολογήσουμε τις εξής αλλαγές στις οποίες θα σταθεί αναλυτικά και ο έτερος ομιλητής. Αυστηροποιήθηκε το πλαίσιο ποινών σε μια σειρά αδικήματα και αυξήθηκε το ανώτατο προβλεπόμενο όριο ποινής από τα 15 στα 20 χρόνια. Περιορίστηκε δραστικά η δυνατότητα χορήγησης αναστολής καθόσον πλέον οι ποινές από 2 χρόνια και πάνω θα είναι υποχρεωτικά έστω και εν μέρει εκτίσιμες. Μάλιστα αυτή η διεύρυνση των υπό έκτιση ποινών καταλαμβάνει την πλειοψηφία πλέον των πλημ/των συμπεριλαμβανομένων αδικημάτων που στρέφονται κατά των αγώνων των εργαζομένων όπως ενδεικτικά η Βία κατά υπαλλήλων (167ΠΚ) (η παλιά αντίσταση), η διατάραξη υπηρεσίας (168ΠΚ) ακόμη και η διατάραξη κοινής ειρήνης (189ΠΚ). Αντίστοιχα θα αυξηθούν και οι περιπτώσεις έκτισης κακ/των καθώς πλέον τα πλαίσια ποινών μετά την χορήγηση ελαφρυντικών ξεκινάνε υποχρεωτικά από τα 2 έτη και πάνω. Αξίζει δε να σημειωθεί πως με βάση τις αλλαγές που έγιναν στο 85ΠΚ καταργήθηκε η διπλή μείωση της ποινής σε περιπτώσεις σώρευσης περισσότερων προϋποθέσεων. Επίσης επανήλθε η προγενέστερη προβληματική διάταξη του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου βίου αντί του σύννομου ενώ παράλληλα αυστηροποιήθηκαν οι προϋποθέσεις για την υφ΄ όρον απόλυση.
Το αφήγημα της κυβέρνησης είναι πως η αυστηροποίηση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου θα οδηγήσει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και θα δώσει λύση στο γενικευμένο αίσθημα ανασφάλειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος που προσδοκά να αντιμετωπίσει και τις φετινές πυρκαγιές αυξάνοντας το ανώτατο όριο κάθειρξης για το βασικό αδίκημα του εμπρησμού από 8 σε 10 έτη και δίχως κανένα άλλο απολύτως μέτρο για την ουσιαστική προστασία των δασών. (τα τετριμμένα: προσλήψεις, αντιπυρικές ζώνες κτλ).
Ενδιαφέρον βέβαια αποτελεί το γεγονός πως την ίδια λογική τη συναντάμε και σε αυτοπροσδιοριζόμενα ως προοδευτικά κόμματα τα οποία προτάσσουν το μπαμπούλα της ποινικής καταστολής ως το φάρμακο επίλυσης σύνθετων κοινωνικών φαινομένων. Αρκετά συχνά ακούμε πως χρειάζεται αυστηρότερο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας, για την επιβολή κανόνων ρύθμισης της αγοράς και την προώθησης της υγιούς –όπως την αποκαλούν- επιχειρηματικότητας. Να θυμίσουμε επίσης την αντίστοιχη συζήτηση που είχε ανοίξει το προηγούμενο διάστημα γύρω από το σοβαρό ζήτημα των γυναικοκτονιών όπου παρά την επαπειλούμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης ο αριθμός των θυμάτων συνεχώς αυξάνεται. Η συζήτηση δυστυχώς περιορίστηκε κατά κύριο λόγο στις προϋποθέσεις χορήγησης ελαφρυντικών και αναστολής θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ζητήματα ουσιαστικής προστασίας, πρόληψης και στήριξης των γυναικών που υφίστανται βία.
Την ίδια στιγμή βέβαια και παρά τις μεταξύ τους κοκορομαχίες ΝΔ και ΣΥΡΖΙΑ από κοινού ακονίζουν το νομικό οπλοστάσιο απέναντι στους αγώνες του εργατικού λαϊκού κινήματος. Είναι χαρακτηριστικό πως ο νέος ΠΚ που είχε εισάγει ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο του 2019 παρά την γενική τάση για μείωση των ποινών είχε αυξήσει τις ποινές σε μια σειρά αδικήματα που αξιοποιούνται ως επί το πλείστον σε βάρος του λαϊκού κινήματος όπως το αδίκημα της διατάραξης της οικιακής ειρήνης, των συγκοινωνιών κ.α. με την ΝΔ να τα διατηρεί και να τα εμπλουτίζει. Για παράδειγμα η κυβέρνηση με το παρόν νομοσχέδιο διεύρυνε το αξιόποινο του 168 ΠΚ αναφορικά με την διατάραξη της υπηρεσίας που είχε εισάγει ο ΣΥΡΙΖΑ εντάσσοντας σε αυτό και τις κινητοποιήσεις σε νοσοκομεία και σχολεία.
Αντικειμενικά λοιπόν ο περιορισμός της συζήτησης γύρω από τα πλαίσια των ποινών και μόνον, αποτελεί ένα βολικό πεδίο αντιπαράθεσης για τους διεκδικητές της αστικής εξουσίας ο καθένας εκ των οποίων κρατάει με περισσή περηφάνια για τον εαυτό του τον ρόλο του λιγότερο ή περισσότερο αυστηρού.
Με τον τρόπο αυτό τα αστικά κόμματα αποσιωπούν και αποκρύπτουν την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν στη ρίζα τους τις κοινωνικές αιτίες που γεννούν και αναπαράγουν την εγκληματικότητα, ένα κοινωνικό φαινόμενο σύμφυτο με τις ταξικές κοινωνίες.
Δεν χρειάζεται άλλωστε να είναι κανείς …παρ΄ Αρείω Πάγο για να αντιληφθεί πως η εγκληματικότητα επωάζεται σε συνθήκες φτώχειας, ανασφάλειας, απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, και με την ταυτόχρονη καλλιέργεια και αναπαραγωγή στρεβλών προτύπων και αξιών. Δεν είναι άλλωστε τυχαία τα αυξημένα επίπεδα παραβατικότητας σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες καθώς και σε φτωχές και γκετοποιημένες περιοχές της χώρας μας.
Η εγκληματικότητα αντιμετωπίζεται και καταπολεμάται πρωτίστως με μέτρα κοινωνικής προστασίας στους τομείς της οικονομίας, της παιδείας, της υγείας, του αθλητισμού καθώς και με μέτρα πρόληψης και αποκατάστασης όπου χρειάζεται.
Τέτοιου είδους μέτρα όμως λογίζονται ως κόστος και έρχονται σε αντιπαράθεση με τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες του αστικού κράτους που δεν είναι άλλες από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Παρότι λοιπόν δεν λαμβάνουν κανένα μέτρο πρόληψης δεν διστάζουν να αντιμετωπίζουν την εγκληματικότητα ως ατομική ευθύνη, κουνώντας το δάχτυλο στους παραβάτες και δίχως καμία μέριμνα για ουσιαστικό σωφρονισμό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα άλλωστε αποτελεί ο τρόπος αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας καθώς σύμφωνα με την αλλαγή στην διάταξη 127 παρ. 1 ΠΚ διευρύνονται οι προυποθέσεις φυλάκισης των ανηλίκων άνω των 15 ετών ενώ με την αλλαγή στην διάταξη 133ΠΚ μειώθηκε το ηλικιακό όριο για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως Νεαρού Ανηλίκου από το 25 έτος στο 21ο έτος με τις συνακόλουθες ευεργετικές εγγυήσεις. Την ίδια στιγμή βέβαια οι εξαιρετικά κομβικές υπηρεσίες επιμελητείας ανηλίκων παραμένουν υποστελεχωμένες παρά το σημαντικό έργο που προσφέρουν όπως άλλωστε και οι αντίστοιχες κοινωνικές δομές προστασίας και αποκατάστασης.
Σύμφωνα με δημόσιες δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών οι αλλαγές στον χώρο της δικαιοσύνης, από τους ποινικούς κώδικες, την ψηφιοποίηση, την τεχνητή νοημοσύνη, τις αλλαγές στους δικαστικούς χάρτες κτλ στοχεύουν να διαμορφώσουν μια δικαιοσύνη πιο φιλική στα επιχειρηματικά συμφέροντα και ελκυστική για ξένες επενδύσεις και κυρίως μια δικαιοσύνη πιο γρήγορη. Οι κατευθύνσεις αυτές άλλωστε αποτελούν σταθερές επιταγές της Ε.Ε. απαραίτητες για την διατήρηση της επενδυτικής βαθμιδας και αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης στις οποίες ομνυούν και τα λοιπά αστικά κόμματα όπως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Αυτοί οι στόχοι στο πεδίο της ποινικής δικονομίας μεταφράστηκαν με την κατακρεούργηση μιας σειράς δικονομικών δικαιωμάτων στο όνομα της επιτάχυνσης της διαδικασίας παραβιάζοντας βασικά υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Πραγματικά αποτελούν πρόκληση οι αντιδραστικές αλλαγές που έγιναν στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όπου:
Καταργήθηκε η σύνθεση του 5μελους εφετείου και παράλληλα μεταφέρθηκε μεγάλη δικαστηριακή ύλη από τα τριμελή στα μονομελή δικαστήρια μειώνοντας τα όποια εχέγγυα μπορεί να υπήρχαν υπέρ της καλύτερης δυνατής κρίσης για τον κατηγορούμενο. Αυξήθηκαν τα αδικήματα που παραπέμπονται με απ΄ ευθείας κλήση στο ακροατήριο, δίχως δηλαδή την διαδικασία έκδοσης βουλεύματος, και παρά το γεγονός ότι 1 στα 3 βουλεύματα είναι απαλλακτικά με αποτέλεσμα να αποσυμφορούνται από υποθέσεις τα ακροατήρια. Αυξήθηκαν τα κατώτερα επιτρεπόμενα όρια ποινών για την δυνατότητα άσκησης έφεσης. Εισήγαγαν στην Ποινική Διαδικασία μια σειρά μέτρα εισπρακτικού χαρακτήρα όπως την επαναφορά της μετατροπής των ποινών σε χρήμα, την εισαγωγή παραβόλων (βλ. παράβολο έγκλησης, αναβολόσημα), την αύξηση των ήδη υπαρχόντων παραβόλων (βλ. προσφυγής του 322ΚΠΔ από 150€ σε 350€) και παράλληλα πολλαπλασίασαν τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης ή απόρριψης ενδίκου μέσου ή σε περίπτωση απόρριψης έγκλησης λόγω δικομανίας! Τα μετρά αυτά φυσικά δυσχεραίνουν την πρόσβαση στην ποινική δικαιοσύνη για τα φτωχότερα στρώματα του λαού μας.
Εξαιρετικά αντιδραστικό μέτρο αποτελεί φυσικά η διάταξη που προβλέπει την μη υποχρεωτικότητα κλήτευσης των αστυνομικών ως μαρτύρων στο ακροατήριο (215 παρ. 5 ΚΠΔ) καθώς και η δυνατότητα απαγόρευσης της δια ζώσης απολογίας του κατηγορουμένου και η αντ΄ αυτού λήψη της απομακρυσμένα με τεχνολογικά μέσα (238Α).
Οι τελευταίες αυτές ρυθμίσεις έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά αλλαγών που υπάρχουν συνολικά στο χώρο του δικαίου οι οποίες κατατείνουν στον περιορισμό της ζωντανής εμμάρτυρης αποδεικτικής διαδικασίας (βλ. για παράδειγμα την τακτική διαδικασία στο αστικό).
Οι σημαντικότερες αλλαγές προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν ήδη δρομολογηθεί στο πεδίο της ποινικής δικονομίας παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν κυριαρχήσει. Αναφερόμαστε φυσικά στις μεγάλες αντιδραστικές τομές που επέφερε ο νέος ΠΚ του ΣΥΡΙΖΑ με την εισαγωγή των αμερικανόπνευστων θεσμών της ποινικής διαπραγμάτευσης, συνδιαλλαγής και ποινικής διαταγής, θεσμούς τους οποίους διατήρησε – όχι τυχαία- στο ακέραιο η κυβέρνηση της ΝΔ παρά τις κατά καιρούς τροποποιήσεις στο ΚΠΔ. Η αποστειρωμένη δι εγγράφων ποινική διαδικασία, τα παζάρια ποινών πίσω από κλειστές πόρτες, τα εκβιαστικά διλήμματα εις βάρος του κατηγορούμενου προκειμένου να ομολογήσει και να τύχει χαμηλότερης ποινής αντί να οδηγηθεί σε πολυέξοδες δίκες αποτελούν το χειρότερο δυνατό πλαίσιο για τους οικονομικά αδύναμους και ευάλωτους.
Η ηγεσία και η πλειοψηφία του ΔΣΑ στοιχιζόμενοι πίσω από τα αστικά κόμματα εξουσίας ούτε μπορούσαν αλλά ούτε και ήθελαν να αποκαλύψουν τον πραγματικό χαρακτήρα των αλλαγών και να βάλουν φρένο στις αντιδραστικές ρυθμίσεις. Η δράση τους περιορίστηκε σε μια μουγκή αποχή με αιτήματα που δεν ακουμπάνε τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της πλειοψηφίας των δικηγόρων αλλά ούτε και την ίδια την κοινωνία. Οι προτροπές του Βερβεσού πως «Ο ποινικός νομοθέτης οφείλει να μην λησμονεί ότι η δικαιοσύνη απονέμεται στο όνομα του ελληνικού λαού και μόνον υπό τις εγγυήσεις του συντάγματος και της ευρωπαϊκής σύμβασης και ότι κάθε έκπτωση στο πεδίο της ποινικής νομοθεσίας συνιστά ήττα για την δημοκρατία και για το κράτος δικαίου» αποτελούν σκέτα φληναφήματα που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να αποπροσανατολίζουν και να συσκοτίζουν.
Οι εργαζόμενοι στο χώρο της δικαιοσύνης, δικηγόροι, υπάλληλοι, υπηρεσίες ανηλίκων διερμηνείς ακόμη και δικαστικοί, έχουμε υποχρέωση να επαγρυπνούμε απέναντι σε κάθε ρύθμιση που στερεί κεκτημένα δικαιώματα και να αγωνιζόμαστε μαζί με τους υπόλοιπους εργαζομένους για την υπεράσπιση και διεύρυνση τους. Να αποκαλύπτουμε τον πραγματικό ένοχο δηλαδή το ίδιο το αστικό κράτος και το κεφάλαιο. Και το σημαντικότερο: να φωτίσουμε το δρόμο για την κοινωνία που θα έχει στο επίκεντρο της τον άνθρωπο και τις ανάγκες του τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Εκείνη την κοινωνία δηλαδή που θα βάλει στο μουσείο τις χειροπέδες, τις φυλακές και κάθε άλλο υπόλειμμα της προϊστορίας μας.»