« Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας κατά τη συνεδρίασή της στην Καβάλα, την 10-9-2022 υιοθέτησε ως θέση της για το θέμα των υποκλοπών σε βάρος πολιτικών προσώπων και πολιτικών κομμάτων, δημοσιογράφων, κτλ την προηγούμενη απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής, η οποία – θεωρώ – δεν καλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος . Η παρακολούθηση ενός ευρωβουλευτή και υποψηφίου πολιτικού αρχηγού καθώς και η απόπειρα παγίδευσης του τηλεφώνου του με παράνομο λογισμικό, οι καταγγελλόμενες από το 2016 (με παραστάσεις και στην εισαγγελία του ΑΠ αλλά και την ΑΔΑΕ) συνακροάσεις του τηλεφωνικού κέντρου των γραφείων του ΚΚΕ, οι υποκλοπές συνδιαλέξεων δημοσιογράφων, συνδικαλιστών, πολιτικών προσώπων, οι αλληλοπαρακολουθήσεις εκπροσώπων επιχειρηματικών προσώπων (που διαρκώς αλληλοσυμπλέκονται με την πολιτική εξουσία) και η απόλυτη αδυναμία διαλεύκανσης τέτοιων υποθέσεων, καταδεικνύει ότι έχει διαμορφωθεί ένα πολυδαίδαλο θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει κυρίως στην παρακολούθηση της πολιτικής δράσης, της κοινωνικής δραστηριότητας, της κομματικής λειτουργίας και τελικά της προσωπικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του καθενός.
Αυτό το αντιδραστικό πλαίσιο έχει διαμορφώσει ένα εφιαλτικό δίκτυο παρακολούθησης στο οποίο είναι εκτεθειμένοι όλοι οι πολίτες.
Σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο εντάσσονται λχ ο νόμος 2225 του ΠΑΣΟΚ ήδη το 1994, η οδηγία 2002/58/ΕΚ της ΕΕ, ο Κανονισμός 2016/679 για τα προσωπικά δεδομένα, ο ν. 4624/2019 που ψηφίστηκε από ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΜέΡΑ25 και ΠΑΣΟΚ που προβλέπει να αίρεται κάθε προστασία προσωπικών δεδομένων στο όνομα της εθνικής ασφάλειας κοκ. Προσφάτως, τον Μάρτιο του 2021, από κοινού ΝΔ, ΠΑΣΟΚ ψήφισαν τροπολογία κατά την οποία η ΑΔΑΕ δεν έχει την υποχρέωση να ενημερώνει αυτούς που παρακολουθούνται. Στο θεσμικό πλαίσιο αυτό εντάσσεται και ο ευρωπαϊκός κανονισμός 2021/821 που νομιμοποιεί την παραγωγή, εμπορία και διακίνηση κατασκοπευτικού λογισμικού (τύπου Pegasus, Predator κ.ά.), τον οποίο επίσης ψήφισαν από κοινού ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ.
Συνεπώς η επίκληση της «απαρέγκλιτης τήρησης» του νομοθετικού πλαισίου, ευρωπαϊκού και εθνικού, ώστε να αποδοθούν απλώς ευθύνες για τις υπερβάσεις του τελικά συσκοτίζει ότι το πλαίσιο αυτό είναι που όχι μόνο δεν εγγυάται τις ατομικές ελευθερίες αλλά διαμορφώνει το θεσμικό οπλοστάσιο και παρέχει τον τεχνολογικό εξοπλισμό για την μαζική παρακολούθηση των πολιτών.
Επίσης δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι υποκλοπές, νόμιμες ή όχι φαίνεται ότι διενεργούν όχι μόνο η ΕΥΠ αλλά και πλήθος άλλων Υπηρεσιών και Διευθύνσεων όπως ΔΑΕΕΒ και ΔΙΔΑΠ της ΕΛ.ΑΣ (με χρηματοδότηση και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας ) ενώ από πολλές μεριές φωτογραφίζονται και ξένες υπηρεσίες που φέρεται να διενεργούν υποκλοπές συνδιαλέξεων. Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ φέρεται να παραδέχεται ότι «Σε περίπτωση που η ΕΥΠ, η ΕΛΑΣ ή άλλη υπηρεσία επικαλείται θέμα «εθνικής ασφάλειας» δεν υπάρχει υποχρέωση αποκάλυψης των κινήτρων ή της τεκμηρίωσης της σκοπιμότητας αυτής της παρακολούθησης. Η ΑΔΑΕ ενημερώνεται για τις διοικητικές και γραφειοκρατικές παραμέτρους και ελέγχει την ορθή τήρησή τους». Σκόπιμα αξιοποιείται ο γενικός όρος της «εθνικής ασφάλειας» καθώς κάθε μορφή ριζοσπαστικής αντίστασης βαφτίζεται σαν πράξη «τρομοκρατίας», που «αμφισβητεί τις Αρχές της Ένωσης». Δεν είναι πρώτη φορά που η κυρίαρχη τάξη και τα επιχειρηματικά συμφέρονται ταυτίζουν το δικό τους συμφέρον με το «εθνικό» ώστε να εξασφαλίζουν την συναίνεση ή ανοχή του λαού.
Η παρούσα κυβέρνηση, για παράδειγμα, συνεχίζοντας στον δρόμο των προηγουμένων, ουσιαστικά απαγορεύει την απεργία ειδικά σε επίπεδο επιχείρησης ενώ έσπευσε να θωρακίσει θεσμικά ακόμα περισσότερο την εργοδοσία, θέτοντας υπό την «εγγύηση» της έννομης τάξης την οργανωμένη απεργοσπασία με αποτέλεσμα να αναλαμβάνει πλέον η Αστυνομία την προστασία της, όπως βλέπουμε τις ημέρες αυτές. Η απουσία συνδικαλιστικής δράσης και ειδικά της απεργίας ανάγεται σε αναγκαίο όρο ανάπτυξης της «επιχειρηματικότητας», «εξυπηρετεί» την εθνική οικονομία και τελικά ανάγεται σε «ζήτημα εθνικής ασφάλειας». Συνεπώς κάθε πολιτική δύναμη ή συνδικαλιστικός φορέας ή μεμονωμένος συνδικαλιστής, που συμβάλει στην οργάνωση εργατικών αγώνων μπορεί «νομίμως» να παρακολουθείται για λόγους «εθνικού συμφέροντος».
Είναι λοιπόν αναγκαίο, στην παρούσα συγκυρία των αποκαλύψεων , οι νομικοί να απαιτήσουν, μαζί με όλο τον λαό, την πλήρη κατάργηση του συνολικού πλαισίου που επιτρέπει την μαζική παρακολούθηση πολιτικών, δημοσιογράφων, κομμάτων, κοινωνικών και συνδικαλιστικών φορέων.
Βασίλης Καραντζίδης
Πρόεδρος
Δικηγορικού Συλλόγου Φλώρινας