Ερωτήσεις για την ενδεχόμενη κατάργηση των δικαστικών καταστημάτων στην Πελοπόννησο και του Εφετείου Κρήτης στα Χανιά, όπως προβλέπεται στην αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη της χώρας, κατέθεσαν το αμέσως προηγούμενο διάστημα οι βουλευτές του ΚΚΕ προς τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Αναλυτικά το περιεχόμενο των Ερωτήσεων:
Για την ενδεχόμενη κατάργηση του Εφετείου Κρήτης
Θέμα: Για την ενδεχόμενη κατάργηση του Εφετείου Κρήτης με έδρα τα Χανιά, που προβλέπει η αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη της χώρας.
Η αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη της χώρας (δικαστικός «Καλλικράτης») που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ, μέσω του οποίου σχεδιάζεται η συγχώνευση και κατάργηση δικαστηρίων, αποτελεί ένα από τα πολλά αντιλαϊκά προαπαιτούμενα του Ταμείου Ανάκαμψης, του υπερμνημονίου της Ε.Ε., που στηρίζουν όλα τα κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, κλπ) και το πληρώνει ακριβά το λαός.
Στα πλαίσια αυτά ενεργοποιείται από την κυβέρνηση ο επικίνδυνος μηχανισμός του «κόστους – οφέλους», με ομολογημένο στόχο το κλείσιμο των Ειρηνοδικείων, τη μείωση των Πρωτοδικείων και τη συγχώνευση Εφετείων, με μεγάλους κινδύνους για την κατάργηση και του Εφετείου Κρήτης με έδρα τα Χανιά, που ιδρύθηκε το 1878 και επαναλειτούργησε μετά από μια προσωρινή διακοπή το 1914.
Αναλυτικότερα, το «σινιάλο» για την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη της χώρας, που θα καλύπτει όλους τους κλάδους των δικαστικών σχηματισμών δόθηκε τον Νοέμβριο του 2020 με το σχέδιο Πισσαρίδη (σελ. 68), όπου αναφέρεται ότι «Η γεωγραφική κατανομή των δικαστηρίων είναι επίσης προβληματική. Δικαστήρια σε γεωγραφικά κοντινές περιοχές της ελληνικής επαρχίας θα πρέπει να συγχωνευτούν σε μεγαλύτερες μονάδες, καθώς το όφελος της διακριτής τους ύπαρξης είναι μικρό σε σχέση με το κόστος για τον φορολογούμενο.»
Στη λογική αυτή η Παγκόσμια Τράπεζα απαίτησε την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, τον περιορισμό Πρωτοδικείων και Εφετείων, πράγμα που αποτυπώθηκε το 2021 στο «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», στο Υπερμνημόνιο, όπως το ονόμασε ο λαός μας. Τις επιταγές του Υπερμνημονίου για υλοποίηση της αναθεώρησης των δικαστικών χαρτών έτρεξε η κυβέρνηση της Ν.Δ. με την ψήφιση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών με τον Ν. 4938/2022. Στην κατεύθυνση αυτή ήδη στη Διοικητική Δικαιοσύνη υλοποιείται η κατάργηση του 70% των πρωτοδικείων (μεταξύ αυτών και των Χανίων), ενώ τα υπόλοιπα που θα λειτουργήσουν αρχικά ως δικαστήρια τηλεματικής θα απονεκρωθούν, εφόσον σύμφωνα με το παράρτημα του Ν. 5028/3-3-2022, «οι εισροές του δεν επιτρέπουν την διατήρησή του έστω και μονοτμηματικού».
Αυτός ο απαράδεκτος σχεδιασμός, που περιλαμβάνει και την κατάργηση του Εφετείου Κρήτης με έδρα τα Χανιά, θα επιβαρύνει τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, που συναλλάσσονται με τα δικαστήρια και τους μικρούς αυτοαπασχολούμενους δικηγόρους, τους δικαστικούς και τους δικαστικούς υπαλλήλους στη Δυτική Κρήτη. Υπάρχει, άλλωστε, «πλούσια» πείρα από τις αρνητικές συνέπειες, την οικονομική επιβάρυνση και την ταλαιπωρία, που υφίσταται ο λαός με το κλείσιμο παραρτημάτων υπηρεσιών, όπως των ΕΛΤΑ, της Εφορίας κτλ, με το ίδιο απαράδεκτο σκεφτικό του «κόστους – οφέλους».
Με τη λογική του «κόστους – οφέλους», που εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες δομές (σχολεία, νοσοκομεία), το κράτος θα βάλει λουκέτο σε όσα δικαστικά καταστήματα έχουν κόστος συντήρησης δυσανάλογο με το όφελος που προκύπτει από τη λειτουργία τους, ταυτίζοντας τη Δικαιοσύνη με επιχείρηση και αποδίδοντας, απροκάλυπτα, στη λειτουργία της κριτήρια αποκλειστικά οικονομικού οφέλους. Κι ενώ από τη μία υποτάσσει τις ανάγκες των πολλών σε αυτό το αξίωμα, από την άλλη δημιουργεί ειδικά επενδυτικά δικαστήρια στα μεγάλα κεντρικά δικαστήρια της χώρας, ανεξαρτήτως κόστους, προκειμένου να παράσχει στοχευμένη αρωγή στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση, τα άλλα αστικά κόμματα, η Ε.Ε. ευαγγελίζονται και προωθούν μια Δικαιοσύνη, που από τη μια μεριά να εξυπηρετεί με πιο γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα και τις επενδύσεις τους και από την άλλη να ορθώνει ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά και δικονομικά εμπόδια στην πρόσβαση των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων σε αυτήν, συνολικά με τις αντιδραστικές μεταβολές που πραγματοποιούνται στη δικαιοσύνη, που θα έχουν επιπτώσεις πρώτα και κύρια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ ο κ. Υπουργός, τι μέτρα θα λάβει η κυβέρνηση για:
– Να μην καταργηθεί το Εφετείο Κρήτης με έδρα τα Χανιά, παίρνοντας υπόψη ότι η ενδεχόμενη κατάργησή του θα επιβαρύνει τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα που συναλλάσσονται με τα δικαστήρια, τους μικρούς αυτοαπασχολούμενους δικηγόρους, τους δικαστικούς και τους δικαστικούς υπαλλήλους στη Δυτική Κρήτη.
-Να καλυφθούν τα κενά που υπάρχουν στους δικαστικούς υπαλλήλους στα Χανιά.
Οι Βουλευτές
Συντυχάκης Μανώλης, Γκιόκας Γιάννης, Κομνηνάκα Μαρία, Κανέλλη Λιάνα
Για την ενδεχόμενη κατάργηση δικαστικών καταστημάτων στην Πελοπόννησο
Η αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη της χώρας (δικαστικός “Καλλικράτης”) που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ, μέσω του οποίου σχεδιάζεται η συγχώνευση και κατάργηση δικαστηρίων, αποτελεί ένα από τα πολλά αντιλαϊκά προαπαιτούμενα του Ταμείου Ανάκαμψης, του υπερμνημονίου της Ε.Ε., που στηρίζουν όλα τα κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ κλπ.) και το πληρώνει ακριβά το λαός. Συγκεκριμένα με βάση το πόρισμα της Ομάδας Εργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το Δικαστικό Χάρτη καθώς και το πόρισμα της Παγκόσμιας Τράπεζας προτείνεται η κατάργηση 5 δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, αρκετών Πρωτοδικείων καθώς και αρκετών Ειρηνοδικείων πανελλαδικά.
Συγκεκριμένα για την Πελοπόννησο προωθείται η συγχώνευση-κατάργηση των Εφετείων Καλαμάτας και Ναυπλίου, των Πρωτοδικείων Κυπαρισσίας και Γυθείου, των Ειρηνοδικείων Πύλου, Πλαταμώδους (Γαργαλιάνων), Γυθείου και Νεαπόλεως Βοιών. Ταυτόχρονα προωθείται η ίδρυση Εφετείου στην Τρίπολη, κατόπιν συγχώνευσης των 2 Εφετείων.
Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως συνέπεια να επιβαρύνονται ακόμα περισσότερο οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα που συναλλάσσονται με τα δικαστήρια, οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι δικηγόροι και οι δικαστικοί υπάλληλοι που εργάζονται στα δικαστικά καταστήματα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Καλαμάτας, όπου στο δικαστικό μέγαρο της πόλης εργάζονται 60 δικαστικοί υπάλληλοι, ενώ ο δικηγορικός σύλλογος Καλαμάτας έχει εκατοντάδες μέλη (330 μέλη). Για την πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων, όπως και των πολιτών θα προστεθεί ακόμα μια επιβάρυνση, αυτή της μετακίνησης τους σε άλλη πόλη εφόσον προχωρήσει το σχέδιο και καταργηθεί το Εφετείο της Καλαμάτας, με ότι συνέπειες έχει αυτό για το κόστος ζωής τους. Την ίδια επιβάρυνση θα αντιμετωπίσουν εκατοντάδες δικαστικοί υπάλληλοι, δικηγόροι σε όλη την Πελοπόννησο, ενώ οι πολίτες για κάθε υπόθεση τους θα πρέπει να κάνουν χιλιόμετρα για να μπορέσουν να τη διεκπεραιώσουν.
Με τη λογική του “κόστους – οφέλους”, που εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες δομές (σχολεία, νοσοκομεία), το κράτος θα βάλει λουκέτο σε όσα δικαστικά καταστήματα έχουν κόστος συντήρησης δυσανάλογο με το όφελος που προκύπτει από τη λειτουργία τους, ταυτίζοντας τη Δικαιοσύνη με επιχείρηση. Υπάρχει, άλλωστε, “πλούσια” πείρα από τις αρνητικές συνέπειες, την οικονομική επιβάρυνση και την ταλαιπωρία, που υφίσταται ο λαός με το κλείσιμο παραρτημάτων υπηρεσιών, ειδικά σε πιο μικρές επαρχιακές πόλεις, όπως των ΕΛΤΑ, της Εφορίας κλπ., με το ίδιο απαράδεκτο σκεπτικό του “κόστους – οφέλους”.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση, τα άλλα αστικά κόμματα, η ΕΕ ευαγγελίζονται και προωθούν μια Δικαιοσύνη, που από τη μια μεριά να εξυπηρετεί με πιο γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα και τις επενδύσεις τους και από την άλλη να ορθώνει ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά και δικονομικά εμπόδια στην πρόσβαση των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων σε αυτήν.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ ο κ. υπουργός, τι μέτρα θα λάβει η κυβέρνηση ώστε:
– Να μην καταργηθούν τα Εφετεία Καλαμάτας και Ναυπλίου, τα Πρωτοδικεία Κυπαρισσίας και Γυθείου, τα Ειρηνοδικεία Πύλου, Πλαταμώδους, Γυθείου και Νεαπόλεως Βοιών.
– Να στελεχωθούν με δικαστικούς υπαλλήλους τα κενά που υπάρχουν στα δικαστικά καταστήματα.
– Να ενισχυθούν οι κτιριακές και οι άλλες υποδομές έτσι ώστε να καλύπτονται πλήρως οι σύγχρονες ανάγκες
Οι βουλευτές
Νίκος Καραθανασόπουλος, Θανάσης Παφίλης, Γιάννης Γκιόκας, Μαρία Κομνηνάκα και Νίκος Παπαναστάσης.