Άρθρο της Μαρίνας Λαβράνου, νομικού, υπεύθυνης του Τμήματος Δικαιοσύνης & Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ*
Η κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ) και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) συνοδεύτηκε με νέα προσπάθεια από πλευράς της κυβέρνησης να εμφανίσει προκλητικά το νομοσχέδιο ως τη λύση στην προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι γενικευμένες αλλαγές στην ποινική διαδικασία υπηρετούν αντιδραστικές επιδιώξεις που πρέπει να αποκαλυφθούν. Με στόχο την επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης, προωθείται η ακόμα πιο αποτελεσματική λειτουργία της με γνώμονα τα συμφέροντα του κεφαλαίου αφού:
- «Βελτιώνεται» ως εισπρακτικός μηχανισμός για το αστικό κράτος, «αναβαθμίζεται» η λειτουργία της δικαιοσύνης σε ακόμα πιο σφιχτή, ακριβή και άρα αποτελεσματική για το κεφάλαιο, υψώνοντας νέα τεράστια εμπόδια για την πρόσβαση των εργατικών – λαϊκών στρωμάτων σε αυτή.
- «Ξεπλένει» τους οικονομικά ισχυρούς που θα τη βγάζουν ουσιαστικά καθαρή, πληρώνοντας «κάτι παραπάνω».
- «Ανοίγει» νέα πεδία κερδοφορίας, παραχωρώντας – είτε άμεσα με τις συγκεκριμένες αλλαγές, είτε σε δεύτερο χρόνο – ευαίσθητους τομείς όπως ο σωφρονισμός των ανηλίκων, αλλά και η προστασία κακοποιημένων θυμάτων σε ιδιωτικούς ομίλους, ΜΚΟ κ.ο.κ.
- «Καρατομεί» τα δικαιώματα υπεράσπισης των κατηγορουμένων, αντιμετωπίζοντάς τους εξαρχής λίγο πολύ ως ενόχους.
- «Ακονίζεται» περισσότερο ως αιχμή του δόρατος για την ένταση της καταστολής απέναντι στους αγώνες του εργατικού – λαϊκού κινήματος.
Φυσικά η κυβέρνηση της ΝΔ και σε αυτήν την «προσπάθεια» δεν είναι μόνη της: Παρά τις αντιπολιτευτικές κορόνες, οι παραπάνω κατευθύνσεις αποτελούν σταθερές επιταγές της ΕΕ, απαραίτητες για τη διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, στις οποίες ομνύουν ΣΥΡΙΖΑ 1, 2 και ΠΑΣΟΚ, που έχουν βάλει το λιθαράκι τους ως κυβερνήσεις. Γι’ αυτό, όπως αναδεικνύεται και σε σχετικό δημοσίευμα της «Καθημερινής», «από το 2000 και μετά έχουν ψηφιστεί 43 νόμοι για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης (!)» ως στρατηγικό στόχο.
«Επιτάχυνση» σημαίνει ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια για να «διεκδικήσουν το δίκιο τους» τα λαϊκά στρώματα
Σε συνθήκες που η ακρίβεια τσακίζει το λαϊκό εισόδημα, η κυβέρνηση με προκλητικό τρόπο, στο όνομα της αντιμετώπισης της «δικομανίας», προχωρά στην ενίσχυση της ποινικής δικαιοσύνης ως εισπρακτικού μηχανισμού, με μια βεντάλια μέτρων που αφορούν τόσο την πρόσβαση όσο και την απονομή της, φτιάχνοντας έναν τσουχτερό «τιμοκατάλογο».
Ετσι, επιβάλλεται παράβολο 100 ευρώ για την υποβολή έγκλησης (μήνυσης), αλλιώς είναι απαράδεκτη. Ακριβαίνουν μια σειρά παράβολα π.χ. για να προσφύγει κάποιος για την απόρριψη της έγκλησής του ή εναντίον απόφασης που τον παραπέμπει απευθείας σε δίκη στο ακροατήριο.
Την ίδια στιγμή διευρύνεται η δυνατότητα από τις εισαγγελικές αρχές να αρχειοθετούν μηνύσεις με συνοπτικές διαδικασίες. Για πρώτη φορά προστίθεται προκλητικά ότι, εφόσον ο εισαγγελέας απορρίψει έγκληση ή μήνυση γιατί έκρινε ότι έγινε (γενικά και αόριστα) από δικομανία (!), τα έξοδα που επιβάλλονται σε αυτόν που τις υπέβαλε είναι 1.500 ευρώ.
Παράλληλα αυξάνονται κατά πολύ τα ανώτατα όρια των χρηματικών ποινών: Για τα πλημμελήματα η κλίμακα διαμορφώνεται από 300 ευρώ έως 40.000 ευρώ, για δε τα κακουργήματα από 5.000 ευρώ έως 120.000 ευρώ.
Σαν να μην έφταναν αυτά, προσδιορίζονται πλέον κλιμακωτά (μέχρι και 4.000 ευρώ) τα έξοδα που επιδικάζονται σε βάρος κατηγορούμενου που τελικά καταδικάσθηκε, με κριτήριο και το πόσο επιβαρύνθηκε το Δημόσιο από αυτήν τη δίκη! Δηλαδή, δαπάνες του Δημοσίου (εξέταση μαρτύρων, πραγματογνωμοσύνες κ.ο.κ.) που αποτελούν υποχρεώσεις του για να αναζητηθεί η αλήθεια και να αποδοθεί η όποια δικαιοσύνη, αντιμετωπίζονται ως «κόστος» και μετακυλίονται στον κατηγορούμενο.
Συνολικά, χειροτερεύει η θέση του κατηγορούμενου, αξιοποιώντας και την ψηφιακή μετάβαση, αφού γενικεύεται η εξέταση μαρτύρων με τεχνολογικά μέσα (δηλαδή εξ αποστάσεως και όχι με φυσική παρουσία στο δικαστήριο), ενώ επιτρέπεται και η χωρίς φυσική παρουσία απολογία του κατηγορούμενου, καταργώντας κάθε αμεσότητα στην ποινική διαδικασία, με βαριές συνέπειες στην προσπάθεια αποκάλυψης της αλήθειας.
Αυτήν την κατεύθυνση ενισχύουν και οι αλλαγές στη δομή της δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, σε μια σειρά κακουργήματα επιτρέπεται η απευθείας παραπομπή του κατηγορούμενου σε δίκη, χωρίς την ενδιάμεση διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων. Επίσης, ανατίθενται ακόμα περισσότερες αρμοδιότητες σε μονομελείς συνθέσεις (πλημμελειοδικεία και εφετεία), δηλαδή στην κρίση ενός μόνο δικαστή. Εξάλλου, με την κατάργηση των πενταμελών εφετείων, ουσιαστικά υποβαθμίζεται η διαδικασία του δεύτερου βαθμού, αφού οι αρχικές αποφάσεις τριμελών εφετείων κρίνονται πάλι από τριμελή, «αρχαιότερης» σύνθεσης. Σοβαρή εξέλιξη αποτελεί η συρρίκνωση του δικαιώματος έφεσης: Αυξάνεται (υπερδιπλασιάζεται) το ελάχιστο όριο των ποινών που «επιδέχονται» έφεση, διευρύνονται αντίστροφα οι περιπτώσεις αδικημάτων για τα οποία δεν θα μπορεί να ασκηθεί έφεση.
Ενίσχυση της καταστολής απέναντι στον «εχθρό – λαό»
Και σε αυτό το νομοσχέδιο επιβεβαιώνεται ότι η ποινική δικαιοσύνη κινείται με σταθερά αυξανόμενη ταχύτητα για να μπορεί να «τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί» τους αγώνες του εργατικού – λαϊκού κινήματος.
Ετσι, αφού με βάση τα παραπάνω άρον – άρον θα μπορούν να σέρνουν κόσμο απευθείας σε δίκη, που θα κρίνεται κατά βάση από μονομελείς συνθέσεις, με περιορισμένη δυνατότητα προσβολής της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, δεν θα υπάρχει ούτε η δυνατότητα να εξετάζονται στη δίκη ως μάρτυρες οι αστυνομικοί, οι καταθέσεις των οποίων αποτελούν συνήθως τη βάση για να στήνεται το κατηγορητήριο απέναντι στις εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις. Ετσι, θα αντιμετωπίζονται ως «αναμφισβήτητα» ενοχοποιητικά στοιχεία όσα αναφέρουν στις αρχικές τους καταθέσεις, ενώ είναι γνωστό ότι πολύ συχνά αυτές ανατρέπονται από την εξέτασή τους στο ακροατήριο.
Αντίστοιχα, διευρύνεται κι άλλο το κατασταλτικό πλαίσιο απέναντι στο εργατικό – λαϊκό κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποινικοποιούνται ως «διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας» οι αγωνιστικές παρεμβάσεις σε νοσοκομεία και σχολεία, αξιοποιώντας ως πρόφαση απαράδεκτες επιθέσεις σε γιατρούς ή φαινόμενα βίας στις σχολικές μονάδες. Μετά την εισβολή των ΜΑΤ σε ΑΠΘ και Νομική Κομοτηνής, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να στείλει τα ΜΑΤ και …στα νηπιαγωγεία.
Ταυτόχρονα, όλα τα αδικήματα σε βάρος του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ (μεταξύ αυτών φυσικά οι παρεμβάσεις σε Δημοτικά Συμβούλια, οι αποκλεισμοί εισόδων ή οι συμβολικές καταλήψεις υπουργείων και άλλων δημόσιων κτιρίων κ.ο.κ.) θα διώκονται αυτεπάγγελτα, με άμεση δηλαδή κινητοποίηση του κατασταλτικού μηχανισμού.
Ενισχύεται η προσπάθεια εκφοβισμού όποιου ήδη αγωνίζεται μέσα από την υποχρεωτική έκτιση των ποινών, που «εγκαινίασε» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα μπαίνουν ακόμα περισσότερα εμπόδια στην αναστολή εκτέλεσης των ποινών. Διευκολύνεται η δυνατότητα, αν έχει δοθεί αναστολή για κάποιο αδίκημα, να «παρθεί πίσω» σε περίπτωση νέας καταδίκης κατά το διάστημα της αναστολής, μάλιστα υποχρεωτικά αν η νέα ποινή είναι άνω του ενός έτους. Δεν πρόκειται για «σπάνιες» περιπτώσεις. Αδίκημα που επισύρει ποινή άνω του ενός έτους είναι πλέον στη φθορά ξένης ιδιοκτησίας η νέα επιβαρυντική περίσταση, κατά την οποία η πράξη να έγινε «χωρίς πρόκληση από τον παθόντα». Σε αυτήν εμπίπτουν μια σειρά δράσεις του κινήματος, από τις μπογιές στο λαομίσητο άγαλμα του Τρούμαν, μέχρι το βάψιμο ΝΑΤΟικών πλοίων με συνθήματα ενάντια στα δολοφονικά σχέδια των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ.
Ενίσχυση του ταξικού χαρακτήρα της ποινικής δικαιοσύνης σε όλα τα επίπεδα
Την ίδια στιγμή, είναι προκλητική η ενίσχυση των θεσμών που ευνοούν τους οικονομικά ισχυρούς. Είναι προφανές ότι αυτούς ευνοεί η «χρηματοποίηση» των ποινών, αφού με ευκολία θα βάζουν το χέρι στην τσέπη για να ξεμπερδεύουν.
Αυτούς ευνοεί όμως και η γενίκευση των αμερικανόπνευστων αντιδραστικών θεσμών της ποινικής διαπραγμάτευσης, ποινικής διαμεσολάβησης και ποινικής συνδιαλλαγής. Πρόκειται για τα γνωστά από τις αμερικανικές σειρές παζάρια (για το αν θα συνεχιστεί η δίωξη, για το ύψος της ποινής κ.ο.κ.) που ευνοούν πάντα τους ισχυρούς, που μπορούν και να πληρώσουν για «πολυτελή υπεράσπιση», ενώ λειτουργούν εκβιαστικά σε βάρος των οικονομικά αδύναμων και ευάλωτων.
Σε μια παράλληλη, αλλά καθόλου άσχετη εξέλιξη, με το παρόν νομοσχέδιο επανέρχεται ο θεσμός της κοινωφελούς εργασίας, με σαφή στόχο όχι βέβαια την αληθινή αναμόρφωση και κοινωνική επανένταξη, που θα απαιτούσε ένα ολοκληρωμένο σύστημα σωφρονισμού, ριζικά διαφορετικό, με στόχο την προστασία και πρόοδο της κοινωνικής πλειοψηφίας. Που ενισχύεται από το γεγονός ότι διευκολύνεται ακόμα περισσότερο πλέον το δικαστήριο με ένα πρακτικό συνδιαλλαγής να μπορεί να μετατρέπει την ποινή σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Είναι μάλλον αυταπόδεικτο ότι η μεγάλη πλειοψηφία όσων δεν έχουν να πληρώσουν, είτε θα οδηγούνται στη φυλακή είτε θα αποτελούν «τζάμπα» εργατικά χέρια, ενώ η ισχυρή μειοψηφία θα πληρώνει και θα επιστρέφει σπίτι της.
Γίνεται φανερή επομένως η σκοπιμότητα της πρόβλεψης, να καλυφθούν «τζάμπα» οργανικές ανάγκες των δημόσιων υποδομών – υπηρεσιών, που λειτουργούν υποστελεχωμένες – υποχρηματοδοτούμενες. Ηδη έχει διαμορφωθεί ψηφιακή πλατφόρμα όπου εκατοντάδες φορείς (δήμοι, νοσοκομεία κ.ά.) έχουν δηλώσει «ενδιαφέρον» για κάλυψη των αναγκών τους σε προσωπικό μέσα από την κοινωφελή εργασία.
Η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και ο σωφρονισμός των ανηλίκων «βορά» στους ιδιώτες
Η κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει την κοινωνική ανησυχία για την ένταση μιας σειράς εγκληματικών και αποτρόπαιων φαινομένων, προβάλλοντας για την αντιμετώπισή τους ως «πανάκεια» την περαιτέρω αυστηροποίηση των ποινών (όπως η οριζόντια αύξηση των ποινών π.χ. της πρόσκαιρης κάθειρξης από τα 15 στα 20 έτη), ενώ ακόμα και από αστικές μελέτες έχει αποδειχθεί ότι τέτοια μέτρα δεν οδηγούν σε μείωση της εγκληματικότητας.
Μάλιστα, η κυβέρνηση επικαλείται προκλητικά «τα δικαιώματα των θυμάτων», σε μια ακόμα προσπάθεια προοδευτικού ξεπλύματος της αντιδραστικής πολιτικής της: Με το νομοσχέδιο ενισχύει την παρέμβαση ιδιωτικών ιδρυμάτων, ΜΚΟ κ.ο.κ. στην περίθαλψη των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ετσι, το κράτος όχι μόνο εξακολουθεί να θεωρεί «μη επιλέξιμο κόστος» την πρόληψη, την ουσιαστική περίθαλψη και προστασία των θυμάτων, όχι μόνο διευρύνει τον απαράδεκτο θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, φέρνοντας αντιμέτωπους τον θύτη με το θύμα πριν καν ξεκινήσει η δίκη, αλλά βρίσκει ευκαιρία να συμπεριλάβει και ιδιωτικούς φορείς που μπορούν «να παρέχουν ηθική συμπαράσταση και υλική συνδρομή στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας»!
Την ίδια «ευκαιρία» «βλέπει» το νομοσχέδιο και στα ζητήματα σωφρονισμού των ανηλίκων. Το κράτος όχι μόνο δεν αναλαμβάνει επί της ουσίας τη φροντίδα, τον ολόπλευρο σωφρονισμό των ανηλίκων, αλλά εξαντλεί την αυστηρότητα και την τιμωρητική του διάθεση: Διευρύνει π.χ. τα κακουργήματα που επιτρέπουν εγκλεισμό ανηλίκων σε καταστήματα κράτησης και βάζει ανώτατο όριο εγκλεισμού στα ειδικά καταστήματα νέων τα 25 έτη, στέλνοντας μετά τους νέους στις φυλακές. Επιπλέον, προβλέπει την ανάθεση σε κρατικούς, δημοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς, των αναμορφωτικών μέτρων που μπορεί να επιβληθούν σε ανήλικους δράστες, καθώς και την παρακολούθηση εκπαιδευτικών και άλλων προγραμμάτων.
Μετά από αυτά, και με την ακόμα μεγαλύτερη συμφόρηση που μπορεί να προκαλέσει το νομοσχέδιο στις ήδη υπερπλήρεις φυλακές, δεν είναι μακριά η προώθηση της ίδρυσης και ιδιωτικών φυλακών.
Το έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται από το σύστημα που το γεννά και το θρέφει
Γίνεται φανερό ότι όλα αυτά τα μέτρα δεν μπορούν ούτε να αντιμετωπίσουν, ούτε, πολύ περισσότερο, να ξεριζώσουν τις αιτίες των εγκληματικών και αποτρόπαιων πράξεων που στις μέρες μας ανακυκλώνονται και πολλαπλασιάζονται, όπως έχει αποδειχτεί άλλωστε και με βάση τις ίδιες τις αστικές μελέτες. Αντίθετα, όσο εντείνεται η αντιλαϊκή πολιτική που υπερασπίζεται το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα, τόσο εκτρέφονται και πολλαπλασιάζονται οι αιτίες που οδηγούν στην όξυνση της βίας, των ακραία αντικοινωνικών συμπεριφορών, στο έδαφος ενός ολοένα πιο σάπιου και ανταγωνιστικού κοινωνικού περιβάλλοντος.
Αυτήν την αντιλαϊκή πολιτική προσπαθεί να θωρακίσει το νομοσχέδιο απέναντι στη δίκαιη οργή και τις εντεινόμενες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του λαού. Το εργατικό – λαϊκό κίνημα έχει ήδη απορρίψει το νομοσχέδιο και δεν τρομοκρατείται από την ένταση της καταστολής. Εχει τη δύναμη να ανατρέψει τους αντιδραστικούς σχεδιασμούς, δυναμώνοντας την πάλη του ενάντια στο σύστημα που γεννά όλη τη σημερινή σήψη και δυσωδία.
*Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη, Σάββατο 17 Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024