Για τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ)
Είναι φανερό ότι η προώθηση αναδιαρθρώσεων στη Δικαιοσύνη επιχειρεί να προσαρμόσει την τελευταία στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου: Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας του και την προώθηση των στρατηγικών σχεδιασμών της αστικής τάξης. Αυτό ομολογείται από τους ίδιους τους εμπνευστές τους. Καθόλου τυχαία η Έκθεση Πισσαρίδη στο ιδιαίτερο κεφάλαιο που περιλαμβάνει για τη Δικαιοσύνη θέτει ως διακύβευμα τη μετατροπή της σε «πηγή εμπιστοσύνης για νέες επενδύσεις». Η Έκθεση Πισσαρρίδη εντοπίζει αγκυλώσεις στο δικαστικό σύστημα, όπως η καθυστέρηση στην απονομή Δικαιοσύνης, ενώ συνδέει την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ιδίως εκείνων που πρόκειται να κατευθυνθούν σε έργα υποδομών, με την «αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης». Παράλληλα, αναφέρεται σε διαφορές που «επιβαρύνουν αχρείαστα το δικαστικό σύστημα», οι οποίες θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς προσφυγή στη Δικαιοσύνη, με συμβιβασμό των μερών.
Η υλοποίηση των βασικών σχεδιιασμών για τη Δικαιοσύνη προϋποθέτει την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, την ενίσχυση της ικανότητας καταστολής του αστικού κράτους και την περαιτέρω περιστολή των δικαιωμάτων του λαού μέσα από την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των αντιλαϊκών νόμων. Σε αυτούς τους αντιδραστικούς σχεδιασμούς είναι ενταγμένο και το νομοσχέδιο για το νέο ΚΟΔΚΔΛ που συζητάμε σήμερα. Αυτούς τους σχεδιασμούς υπηρετεί.
Με το νομοσχέδιο του ΚΟΔΚΔΛ παρέχονται νέα εργαλεία ώστε η Δικαιοσύνη να καταστεί ακόμα πιο ελεγχόμενη και φιλική για τους επιχειρηματικούς ομίλους. Είναι χαρακτηριστικές οι ρυθμίσεις του άρθρου 4 που διευκολύνουν τη σύσταση στα δικαστήρια ειδικών τμημάτων προκειμένου να εκδικάζονται ταχύτατα οι υποθέσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, ιδίως για αυτούς που δραστηριοποιούνται στην ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες κλπ. Τα ειδικά τμήματα («επενδυτικά» όπως χαρακτηρίζονται) θα στελεχώνονται από έμπειρους δικαστές ή από δικαστές που θα έχουν προηγουμένως λάβει μέρος σε –καθόλου φυσικά ουδέτερα- επιμορφωτικά προγράμματα πάνω σε ζητήματα οικονομίας, λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της αγοράς κλπ.
Από την άλλη, οι διατάξεις του Κώδικα μεγαλώνουν τα εμπόδια πρόσβασης στη Δικαιοσύνη των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 που προετοιμάζουν ένα γενικευμένο «Δικαστικό Καλλικράτη» μέσα από συγχωνεύσεις ή καταργήσεις δικαστηρίων, που θα καταστήσει ακόμα πιο απρόσιτη τη Δικαιοσύνη για μεγάλο τμήμα του λαού. Τα κριτήρια της συγχώνευσης/κατάργησης δικαστηρίων στο άρθρο 2 παρ. 4 αποτυπώνουν την κυρίαρχη και στη Δικαιοσύνη λογική κόστους – οφέλους. Χαρακτηριστικό είναι το κριτήριο του φόρτου εργασίας (περ. α΄). Η μείωση δηλαδή του αριθμού των εισερχόμενων υποθέσεων θα κατατείνει σε κατάργηση υφιστάμενων δικαστηρίων. Όμως, η τυχόν μείωση της ροής υποθέσεων σε ορισμένα δικαστήρια, που πράγματι παρατηρείται σήμερα, συνδέεται με τα δικονομικά βάρη που έχουν θεσπιστεί τα τελευταία χρόνια, καθώς και την εκτόξευση του κόστους της δίκης, παράγοντες που εμποδίζουν σημαντικό μέρος των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων να ασκήσει τα δικονομικά του δικαιώματα. Από την άλλη, παρατηρούμε το εξής φαινόμενο: Tο αστικό κράτος να επικαλείται τις ελλείψεις σε υποδομές (περ. β΄) ή σε δικαστικούς υπαλλήλους (περ. γ΄), για τις οποίες ευθύνεται το ίδιο, προκειμένου να καταργήσει ή να συγχωνεύσει δικαστήρια! Αντιθέτως, το κριτήριο της επιχειρηματικότητας (περ. ε΄) θα είναι ικανό να διατηρήσει δικαστήρια που είναι αναγκαία σε επενδυτές. Παράλληλα, προβλέπεται η δυνατότητα να μετατραπούν δικαστήρια σε δικαστήρια τηλεματικής, καθώς και η δυνατότητα τηλεσυνεδριάσεων, κάτι το οποίο στην ουσία θα ακυρώσει τη δημοσιότητα και αμεσότητα των συνεδριάσεων και θα δημιουργήσει σοβαρούς κινδύνους στην απονομή της Δικαιοσύνης, ενώ είναι αμφίβολο αν είναι συμβατό ακόμη και με το ίδιο το αστικό Σύνταγμα.
Η περαιτέρω προσαρμογή της Δικαιοσύνης στις ανάγκες του κεφαλαίου προϋποθέτει από την άλλη τη μεγαλύτερη δυνατή ευθυγράμμιση και των ίδιων των δικαστών με αυτές. Επιδιώκεται έτσι να αποκλειστεί και η παραμικρή διαφοροποίηση κάποιου δικαστή από τη γραμμή υλοποίησης των συμφερόντων των μονοπωλιακών ομίλων. Τα παραπάνω αποτυπώνονται στις ρυθμίσεις του ΚΟΔΚΔΛ για την κατάρτιση – επιμόρφωση των δικαστών, αλλά και για την αξιολόγησή τους. Ήδη, ο νόμος 4871/2021 υποχρεώνει τους δικαστές να παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια με έμφαση στη θεματολογία που αφορά την οικονομική επιστήμη (βλ. το άρθρο 42 του νόμου αυτού). Η κατεύθυνση των εν λόγω σεμιναρίων είναι αυτονόητη. Οι δικαστές μέσα από προγράμματα υποχρεωτικής «επιμόρφωσης» θα πρέπει να ασπαστούν την αστική οικονομική αντίληψη και να διαμορφώσουν ως κριτήριο της δικαιοδοτικής τους κρίσης την ευημερία και το συμφέρον της επιχείρησης. Η παραπάνω πρόσφατη ρύθμιση (του ν. 4871/2021) κουμπώνει με σειρά διατάξεων του ΚΟΔΚΔΛ (89 παρ. 7, 102 παρ. 2 περ. στ΄) που αξιώνουν να ελέγχεται ο δικαστής ως προς το εάν παρακολούθησε τα υποχρεωτικά επιμορφωτικά προγράμματα. Θέτει δηλαδή την παρακολούθηση από το δικαστή των προγραμμάτων αυτών ως στοιχείο για την αξιολόγησή του και συνακόλουθα και κριτήριο προαγωγής του. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί η ιδιαίτερη έμφαση που δίνει ο Κώδικας στην παρακολούθηση εκ μέρους των δικαστών μεταπτυχιακών ή διδακτορικών προγραμμάτων κατόπιν εκπαιδευτικής άδειας την οποία θα χορηγεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης (άρθρο 55), καθώς και στη συμμετοχή των δικαστών σε προγράμματα διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών δικαστικής εκπαίδευσης (άρθρο 56). Δεν έχουμε την αυταπάτη ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα εγκρίνει οποιοδήποτε μεταπτυχιακό ή διδακτορικό πρόγραμμα επιλέξει ένας δικαστής. Προφανώς για να τύχει έγκρισης το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να μπορεί να συμβάλει στην διαμόρφωση του κριτηρίου που προαναφέραμε, δηλαδή στο συμφέρον των επιχειρήσεων, θα πρέπει να εμφυσά στο δικαστή τις αξίες του εκμεταλλευτικού συστήματος, να του μεταδίδει μια θετική εικόνα για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Πολύ περισσότερο δεν έχουμε αυταπάτη για το χαρακτήρα και την κατεύθυνση των προγραμμάτων των διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών δικαστικής εκπαίδευσης.
Πέρα από τα παραπάνω, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο επιθεώρησης των δικαστών με έμφαση στην ποσοτική τους απόδοση και στην ταχύτητα έκδοσης των αποφάσεων με διπλή στόχευση: Από τη μια οι δικαστές υπό το βάρος των ασφυκτικών προθεσμιών έκδοσης απόφασης (βλ. το άρθρο 59 παρ. 9 του νομοσχεδίου που αρχικά όριζε το εξάμηνο ως ανώτατο ανεκτό όριο για την έκδοση της απόφασης, το οποίο, μετά από την πίεση των δικαστικών ενώσεων, έγινε οκτάμηνο) σε συνθήκες εντατικοποίησης του έργου τους, θα έχουν ελάχιστη έως μηδαμινή δυνατότητα διαφοροποίησης από την νομολογία των ανώτερων δικαστηρίων. Θα γίνονται απλά διεκπεραιωτές της. Από την άλλη θα διευκολυνθεί η κατά προτεραιότητα προαγωγή των αρεστών με πρόσχημα τα στατιστικά στοιχεία για τους χρόνους δημοσίευσης των αποφάσεών τους. Μάλιστα η δυνατότητα να καταστρατηγείται η επετηρίδα και να διευκολύνεται η κατά προτεραιότητα προαγωγή των πλέον αρεστών δικαστών ενισχύεται και από σειρά διατάξεων που θέτουν κριτήρια αξιολόγησης των δικαστών άσχετα με το δικαιοδοτικό τους έργο, όπως η ανταπόκριση σε πρόσθετα, όπως ονομάζονται, καθήκοντα, η προσαρμοστικότητά τους σε νέες τεχνολογίες και οι τίτλοι που αποκτούν στο πλαίσιο των προγραμμάτων επιμόρφωσης. Πρέπει να τονιστεί ότι οι δικαστές απειλούνται με περικοπή μισθού σε περίπτωση υπέρβασης των προθεσμιών έκδοσης απόφασης (άρθρο 50) χωρίς όμως να τους παρέχονται τα εχέγγυα της πειθαρχικής διαδικασίας, κάτι που επιβεβαιώνει τις παραπάνω εκτιμήσεις. Η σύνδεση άλλωστε του μισθού των δικαστών με την ταχύτητα και κατ’ επέκταση με την ποσότητα των αποφάσεών τους, σε συνδυασμό με το συνολικό πλαίσιο της αξιολόγησής τους, σύμφωνα με τα παραπάνω, ακυρώνει τις διακηρύξεις περί ελεύθερου φρονήματος των δικαστών, αφού στην πραγματικότητα επιδιώκεται οι δικαστές να είναι φοβισμένοι και να προσέχουν μόνο να τηρούν χρονοδιαγράμματα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους μέσα από μια ιεραρχική λογική. Γι’ αυτό και στο άρθρο 102 (παρ. 4 περ. εγ΄) χρησιμοποιείται ο μη συμβατός με τα δικαστικά καθήκοντα όρος «παραγωγικότητα», κάτι που έχουν καταδείξει και οι δικαστικές ενώσεις.
Η ευθυγράμμιση των κατώτερων δικαστηρίων στο αντίστοιχο ανώτατο δικαστήριο ξεπερνά το πεδίο της νομολογίας και άπτεται και οργανωτικών ζητημάτων. Έτσι ο Κώδικας (άρθρο 19) διατηρεί την υφιστάμενη και σήμερα δυνατότητα του ανώτατου δικαστηρίου (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας) να συμπληρώνει, να τροποποιεί και να ακυρώνει τις τροποποιήσεις του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας που αποφάσισαν οι ολομέλειες των κατώτερων δικαστηρίων. Με τον τρόπο αυτό όμως αναιρείται στην ουσία το αυτοδιοίκητο των κατώτερων δικαστηρίων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και ο Κώδικας εμφανίζεται να διαπνέεται με το πνεύμα της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης, εμμένει σε γραφειοκρατικές διαδικασίες που μόνο περαιτέρω επιβάρυνση και καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της κατάταξης και βαθμολόγησης των δικογραφιών με κριτήριο τη βαρύτητά τους σε μια κλίμακα από 1 – 5 (άρθρο 19). Πέραν του ότι δεν αναμένεται να υπάρξει από τη γραφειοκρατική αυτή διαδικασία κανένα όφελος, η όλη διαδικασία διαπνέεται από έναν, τουλάχιστον προβληματικό, υποκειμενισμό αφού θα βασίζεται στην κρίση αυτού που διενεργεί τη χρέωση χωρίς να τίθενται αντικειμενικά κριτήρια.
Διαπιστώνουμε ακόμα ότι δεν θεσπίζεται υποχρέωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να καλεί τους εκπροσώπους των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που αφορούν νομοθετήματα σχετικά με την απονομή της Δικαιοσύνης. Οι δικαστικές ενώσεις έχουν αναδείξει επανειλημμένα τον αποκλεισμό τους από την επεξεργασία τέτοιων νομοθετημάτων.
Ο Κώδικας, τέλος, περιέχει ρυθμίσεις (βλ. π.χ. το άρθρο 127) που με ασαφή και αόριστο τρόπο ενισχύουν την ψηφιοποίηση και τη διασύνδεση δεδομένων στη Δικαιοσύνη. Οι ασαφείς νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις για έκδοση σχετικών προεδρικών διαταγμάτων για ζητήματα ψηφιοποίησης αφενός αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο εισαγωγής της Τεχνητής Νοημοσύνης, με στόχο την υποκατάσταση της δικαστικής κρίσης, αφετέρου διευκολύνουν την παρακολούθηση και την καταστολή του λαού, κάτι που άλλωστε είναι μία από τις βασικές στοχεύσεις της ψηφιοποίησης του αστικού κράτους.
Συμπερασματικά, το όλο πνεύμα του Κώδικα απηχεί τη λογική της επιτάχυνσης για τις υποθέσεις που ενδιαφέρουν το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ συμβάλει στην περαιτέρω παρεμπόδιση των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε δικαστική προστασία. Ο νέος Κώδικας υποβαθμίζει εμφανώς θεσμικά και τους ίδιους τους δικαστές στο μέτρο που είναι αναγκαίο ώστε η δικαστική εξουσία να λειτουργεί συμπληρωματικά ως εργαλείο οικονομικής πολιτικής και οι δικαστές να μην αποκλίνουν από την κυρίαρχη αντίληψη του εκμεταλλευτικού συστήματος.
Είναι επομένως, ένα ακόμη σημαντικό νομοθέτημα που υλοποιεί τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης για τη Δικαιοσύνη σε βάρος του λαού.