Η εισηγητική ομιλία του Αντώνη Αντανασιώτη, εκλεγμένου με την Αγωνιστική Συσπείρωση Δικηγόρων στο ΔΣ του ΔΣΑ, στη σύσκεψη – συνάντηση της Επιτροπής Αγώνα Αυτοαπασχολούμενων Δικηγόρων στις 16-6-2022
Νομίζω, έχει σημασία, στη συζήτηση που κάνουμε, να θυμηθούμε καταρχήν, το νομικό χαρακτήρα και το θεσμικό ρόλο των δικηγορικών συλλόγων.
Οι δικηγορικοί σύλλογοι, έχουν από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα, έναν διφυή χαρακτήρα. Αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αλλά με σωματειακό χαρακτήρα. Με βάση τη φύση τους, απονέμουν επαγγελματικά δικαιώματα, αφού προκειμένου να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ένας πτυχιούχος νομικής, πρέπει, όπως ξέρουμε, να εγγραφεί υποχρεωτικά σε έναν δικηγορικό σύλλογο και να λάβει την άδεια άσκησης του επαγγέλματος, αφού υποβληθεί στη 18μηνη πρακτική άσκηση (αυτόν τον άθλιο θεσμό εκμετάλλευσης), Παράλληλα όμως, η διοίκησή τους είναι αιρετή ενώ δεν χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Έτσι, συστεγάζουν υποχρεωτικά στους κόλπους τους όλους τους δικηγόρους: Ιδιοκτήτες ισχυρών δικηγορικών εταιρειών και μισθωτούς, εργοδότες και υπαλλήλους, μεγαλοδικηγόρους και μικρούς αυτοαπασχολούμενους, δικηγόρους που ασκούν ελεύθερη δικηγορία και έμμισθους στο δημόσιο κλπ.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, αποτελούν θεσμοθετημένους νομικούς συμβούλους του κράτους, του συγκεκριμένου φυσικά αντιλαϊκού κράτους,
Όσον αφορά παραπέρα, τις πολιτικές και συνδικαλιστικές θέσεις τους, αν εξετάσει κάποιος τα πεπραγμένα τους, τουλάχιστον των τελευταίων ετών, θα μπορούσε πραγματικά να συντάξει μια μικρή «μαύρη βίβλο» στήριξης στρατηγικών επιλογών της άρχουσας τάξης. Με το συστηματικό εξωραϊσμό του αντιλαϊκού χαρακτήρα της ΕΕ και άλλων αντιδραστικών ενώσεων, του ΣΕΒ, των ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων κλπ. Χαρακτηριστικά μόνο παραδείγματα, το λιβάνισμα της ΕΕ που συνόδευσε την υποστήριξη του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015, η πρόσφατη προκλητικά μονομερής καταδίκη της Ρωσίας και αντίστοιχη αθώωση του ΝΑΤΟ στον πόλεμο της Ουκρανίας. Δεν πρέπει να μας διαφύγει επίσης, η νομικο-πολιτική παρέμβασή τους, σε διάφορα σοβαρά λαϊκά προβλήματα, όπως π.χ. για τις «ρήτρες αναπροσαρμογής» στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, στην κατεύθυνση της δημιουργίας αποπροσανατολιστικών ψευδαισθήσεων για επίλυσή τους μέσα από δικαστικές διαδικασίες, με δεδομένο το ευρωενωσιακό και εγχώριο αντιλαϊκό νομοθετικό πλαίσιο. Αλλά και με τη στήριξη της εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής στο χώρο της δικαιοσύνης και της δικηγορίας, με εργαλεία το συντεχνιασμό και τη δημαγωγία. Για παράδειγμα, η προκλητική υιοθέτηση της ουσίας των αντιασφαλιστικών ρυθμίσεων όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα,, οι πρωτοβουλίες για ίδρυση επαγγελματικών ταμείων των δικηγόρων, η επικρότηση του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), η συμμετοχή, μαζί με τον ΣΕΒ και άλλες ενώσεις των κεφαλαιοκρατών, στον Οργανισμό Προώθησης Εναλλακτικών Μεθόδων Επίλυσης Διαφορών (ΟΠΕΜΕΔ), η ανοχή έως ανοιχτή στήριξη της ιδιωτικής διαμεσολάβησης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η προώθηση προγραμμάτων ομαδικής ιδιωτικής ασφάλισης από τον ΔΣΑ.
Παράλληλα, επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το ρόλο του υπεύθυνου θεσμικού συνομιλητή, στα παζάρια δηλαδή με την εκάστοτε αντιλαϊκή κυβέρνηση (θυμόμαστε τη στάση τους την περίοδο της πανδημίας με τον εμπαιγμό των «vouchers»). Αποδέχονται ή διεκδικούν, σε συντεχνιακή βάση, αρμοδιότητες που συνιστούν άμεση ή έμμεση ιδιωτικοποίηση κρατικών λειτουργιών που συνειδητά έχουν απαξιωθεί και βαλτώνουν, όπως συμμετοχή των δικηγόρων στην απονομή των συντάξεων, στην εκκαθάριση και ενταλματοποίηση των αμοιβών του προγράμματος της νομικής βοήθειας, του οποίου οι δικηγόροι μένουν απλήρωτοι κ.ά.
Αντίστοιχα αντιδραστική είναι και η λειτουργία των δικηγορικών συλλόγων, όπως αποτυπώνεται στον Κώδικα Δικηγόρων, η οποία προβλέπει, για παράδειγμα, την άμεση εκλογή του Προέδρου τους, ενισχύοντας και με τον τρόπο αυτό τα συντεχνιακά και δημαγωγικά χαρακτηριστικά των ηγεσιών τους, αλλά και η παγιωμένη πλέον, αντιδραστική συνδικαλιστική πρακτική τους, η οποία, τουλάχιστον στον ΔΣΑ και τους άλλους μεγάλους συλλόγους, έχει συνειδητά οδηγήσει τις Γενικές Συνελεύσεις (ΓΣ) σε «είδος προς εξαφάνιση».
Μάλιστα, με τη δρομολογούμενη τροποποίηση του Κώδικα Δικηγόρων, προετοιμάζεται η επιβολή ακόμη πιο αντιδραστικών διατάξεων, όπως η καθιέρωση του ενιαίου ψηφοδέλτιου στις αρχαιρεσίες σε όλους τους συλλόγους, η ηλεκτρονική ψηφοφορία κ.ά. Η σχετική συζήτηση άνοιξε έντονα στις τελευταίες δικηγορικές εκλογές. Ήδη στην πράξη, στον ΔΣΑ, επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί, όπως θυμόμαστε, και στη μοναδική ΓΣ που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο των κινητοποιήσεων για το ασφαλιστικό του νόμου Κατρούγκαλου.
Έχει πλέον γίνει ευρύτερα κατανοητό, ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι και η Ολομέλεια των Προέδρων, λόγω κυρίως της φύσης τους αλλά και της πολιτικής των ηγεσιών τους, είτε νεοφιλελεύθερης και σοσιαλδημοκρατικής είτε μείγματος από αυτές, ευνοούν πολύμορφα ή ανέχονται τα συμφέροντα των δικηγορικών εταιρειών και των μεγαλοδικηγόρων, των ανώτερων στρωμάτων της δικηγορίας. Πίσω από αυτά, επιχειρούν να στοιχίσουν τους μικρούς αυτοαπασχολούμενους και μισθωτούς δικηγόρους. Στηρίζουν την εκμετάλλευση των μισθωτών δικηγόρων, όπως αποτυπώνεται και στον Κώδικα Δικηγόρων, με το θεσμό του «συνεργάτη» αλλά και της άσκησης.
Επομένως, οι δικηγορικοί σύλλογοι, πρωτίστως οι μεγάλοι, δεν εκφράζουν ούτε μπορούν να εκφράσουν, γενικά και αφηρημένα, τα συμφέροντα όλων των δικηγόρων, του δήθεν ενιαίου “δικηγορικού σώματος”, όπως το αποκαλούν όλες οι κυρίαρχες δυνάμεις του χώρου (νεοφιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές), θέση στην οποία προσχωρούν ουσιαστικά και κάποιες δυνάμεις που εμφανίζονται ως προοδευτικές και ριζοσπαστικές, μιλώντας π.χ. για την αναγκαιότητα να γίνει ο ΔΣΑ το “σπίτι του δικηγόρου” και καλλιεργούν έτσι αυταπάτες. Οι δικηγορικοί σύλλογοι, εκφράζουν τα συμφέροντα των ισχυρών δικηγορικών εταιρειών και των μεγαλοδικηγόρων που κυριαρχούν όλο και περισσότερο στο χώρο, τα οποία έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τις ανάγκες των αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών δικηγόρων με τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Και αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα που ακούμε πολύ συχνά από συναδέλφους «Τι κάνει ο ΔΣΑ;». Η αλήθεια είναι ότι ο ΔΣΑ κάνει πολλά, είναι πολύ δραστήριος, αλλά όχι για τα προβλήματα, τις αγωνίες και τις ανάγκες τις δικές μας. Και δε θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετικά, για τους λόγους που αναφέραμε πριν.
Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη για διακριτή και ισχυρή συνδικαλιστική οργάνωση των αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων με τα χαμηλότερα εισοδήματα, ως τμήμα του ευρύτερου εργατικού και λαϊκού κινήματος. Ήδη, στο χώρο της μισθωτής δικηγορίας έγινε το πρώτο σημαντικό βήμα της ρήξης, με τη συγκρότηση του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων πριν δύο περίπου χρόνια, που αγωνίζεται για συγκροτημένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, την αναγνώριση της εξαρτημένης εργασίας και την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Αντίστοιχη πρωτοβουλία είναι πλέον ώριμη και στο χώρο της αυτοαπασχόλησης, με τις ιδιαιτερότητες βέβαια που έχει, για τη συσπείρωση των δικηγόρων της καθημερινής βιοπάλης, με βάση τα προβλήματά μας που συνεχώς οξύνονται (το ασφαλιστικό, το φορολογικό, τις συνθήκες άσκησης του επαγγέλματός μας κλπ.), που είναι συνέπειες της εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής και στο χώρο μας.
Κάποιοι συνάδελφοι, είτε κακοπροαίρετα είτε ακόμη και καλοπροαίρετα, μπορεί να μας αντιτάξουν: Μήπως έτσι διασπάμε τους δικηγόρους και μειώνουμε τη δύναμή μας: Τους απαντάμε: To λεγόμενο δικηγορικό σώμα δεν ήταν ποτέ ενιαίο, πολύ περισσότερο δεν είναι σήμερα. Είναι αντικειμενικά, κοινωνικά και ταξικά, βαθιά διασπασμένο και μέσα του συγκρούονται αγεφύρωτα συμφέροντα. Το ζήτημα είναι, απέναντι σε αυτήν την αντικειμενική διάσπαση, με ποια πλευρά τάσσεται καθένας.
Εμείς επιλέγουμε την πλευρά των δικηγόρων του καθημερινού μόχθου, των αυτοαπασχολούμενων και των μισθωτών με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Και πάνω σε αυτή την ενιαία βάση, των κοινών οξυμένων προβλημάτων, επιδιώκουμε να ενώσουμε και να οργανώσουμε την πλειοψηφία των δικηγόρων. Έτσι μόνο, θα αποκτήσουμε μεγαλύτερη δύναμη και θα μας υπολογίζουν.
Θα παραμείνουμε φυσικά και στους δικηγορικούς συλλόγους, αφού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ασκούμε το επάγγελμά μας, συνεχίζοντας και εντείνοντας τη μάχη μας και εκεί, για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, για τον παραμερισμό των εμποδίων που ορθώνονται, ώστε να ακούγεται πιο δυνατά η φωνή των αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών δικηγόρων, κόντρα στα συμφέροντα των ισχυρών δικηγορικών εταιρειών και των μεγαλοδικηγόρων, στην αντιλαϊκή πολιτική. Παράλληλα, μέσα από αυτή τη μάχη, θα συνειδητοποιείται καλύτερα, σε πιο μαζική κλίμακα, η αναγκαιότητα απεγκλωβισμού τους από την αρνητική επιρροή των δικηγορικών συλλόγων.
Η πρωτοβουλία μας, επομένως, για την ίδρυση Συλλόγου αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων, πατάει σε στέρεη αντικειμενική βάση, ενώ έχει πλέον ωριμάσει στη συνείδηση πολλών συναδέλφων. Από εμάς εξαρτάται εάν θα έχει επιτυχία. Και αν κρίνω και από τη σημερινή πρώτη συνάντησή μας, είμαι βέβαιος ότι θα έχει!